Για τον Ντέιν Τζένσεν, η επιτυχία απαιτεί να είσαι και λίγο αδίστακτος. Μετά από χρόνια που ανεβαίνει τα σκαλιά στην εταιρία του, ο μεγαλύτερος στόχος του είναι προ των πυλών. Το αφεντικό της εταιρίας εύρεσης εργασίας στην οποία εργάζεται ανακοινώνει ότι συνταξιοδοτείται - και φτάνει η στιγμή του να κάνει το μεγάλο άλμα. Η άνοδος του απαιτεί όλη του την προσοχή, ειδικά μιας και η σημαντικότερη αντίπαλος του είναι νεότερη, αλλά εξίσου αποφασισμένη. Αλλά τότε συμβαίνει κάτι που δεν μπορούσε να φανταστεί. Ο δεκάχρονος γιος του αρρωσταίνει σοβαρά. Μετά από χρόνια που ο Ντέιν σημείωνε τη μια επαγγελματική νίκη μετά την άλλη, οι ανάγκες της οικογένειας του αποκτούν μεγαλύτερη σημασία από τις φιλοδοξίες του, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει την τρομακτική νέα πραγματικότητα της οικογενειακής του ζωής.
Η αλήθεια είναι πως είναι δύσκολο να βρεις κάτι καινούργιο να πεις και να γράψεις για τις ταινίες αυτοβελτίωσης ενός πραγματικά μισητού κεντρικού χαρακτήρα, ο οποίος βρίσκει την «λύτρωση» και το πραγματικό νόημα της ζωής μέσα από διάφορα «ηθικά» (και άλλα) διδάγματα τα οποία συναντά στον δρόμο του. Κι όμως «Ο Σύμβουλος», το ντεμπούτο του Μαρκ Γουίλιαμς, ο οποίος φαίνεται να νομίζει πως βρήκε το πραγματικό του κάλεσμα στην σκηνοθεσία αφήνοντας την άκρη την πολυετή του πείρα στην παραγωγή ταινιών, καταφέρνει να σου δώσει άφθονη νέα τροφή.
Ολα μοιάζουν να είναι λάθος από την αρχή, καθώς το φιλμ ξεκινάει σαν κάτι που μοιάζει με θρίλερ που διαδραματίζεται μέσα στους τοίχους ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας, με τον Γουίλιαμς και τον σεναριογράφο και παλιό του συνεργάτη Μπιλ Ντουμπούκ να προσπαθούν δώσουν ένταση από την αρχή. Μια άτυπη μάχη των δυο φύλων ξεκινά με απώτερο σκοπό την... εύνοια του διευθυντή της εταιρείας, αλλά γρήγορα όλο αυτό παραμερίζεται καθώς το φιλμ βυθίζεται άνευ όρων στο υπερβολικό μελόδραμα σαπουνόπερας και τις εύκολες συγκινήσεις.
Εξάλλου η ταινία πατάει πάνω στο κλασικό δίλημμα «οικογένεια vs. καριέρας» με τον Γούιλιαμς να μην προσπαθεί να πρωτοτυπήσει ούτε στο ελάχιστο. Αντίθετα μάλιστα χρησιμοποιεί μια χιλιοειπωμένη φόρμουλα κάνοντάς την ακόμα πιο τυποποιημένη, αδιάφορη και πεζή. Παρά το δράμα και τα διλήμματα των χαρακτήρων που ξεπετάγονται μπροστά σου σε κάθε ευκαιρία, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή που μπορείς να πάρεις την ταινία στα σοβαρά.
Στον πύρήνα όλων βρίσκεται το υπερβολικό, κακογραμμένο και γεμάτο κλισέ σενάριο του Μπιλ Ντουμπούκ, ο οποίος όχι μόνο δεν καταφέρνει να αναδείξει τις όποιες σκοτεινές πτυχές της ιστορίας και των χαρακτήρων, αλλά υποννοεί και μια... καρμική αιτία της τραγωδίας που πραγματικά δεν ξέρεις πως να αντιμετωπίσεις, παρά ως ένα κακόγουστο αστείο.
Οι χαρακτήρες είναι τελείως χάρτινοι και αδιάφοροι ως το φινάλε, με τον Τζέραρντ Μπάτλερ να μην προσπαθεί καν να διαφοροποιηθεί από τους τόσους άλλους ίδιους χαρακτήρες (που και ο ίδιος έχει υποδυθεί) σε διάφορες άλλες ταινίες του είδους. Το... ταξίδι του μέσα στους ωκεανούς της ηθικής μοιάζει με ναυάγιο από την αρχή καθώς το μόνο που έχει να πιαστεί για να σωθεί είναι το κακό του κάρμα που έχει κλονίσει την πίστη του στον Θεό - το οποίο ακούγεται και είναι όσο βαρετό νομίζει κάποιος ότι είναι. Ο μόνος που καταφέρνει να σωθεί είναι ο Αλφρεντ Μολίνα που καταφέρνει να δώσει τις σωστές δόσεις δράματος που χρειάζεται η ταινία ως μια ήρεμη δύναμη, η οποία όμως δεν αφήνεται ποτέ πλήρως ελεύθερη.
Δεν υπάρχει κάτι το αξιομνημόνευτο ή έστω κάτι ενδιαφέρον σε αυτή την πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Γουίλιαμς, κι αν θέλετε να έχετε κι εσείς το κάρμα σας καθαρό αποφύγετέ την. Γιατί εξάλλου «karma’s a bitch» και ποτέ δεν ξέρεις από που άλλου μπορεί να σου έρθει κάποιο άλλο τέτοιου είδους φιλμ.