Βρισκόμαστε στο 1964 και ο αστυνομικός ντετέκτιβ Μπαμπάκ Χαφίζι έχει απαχθεί από την ίδια του την υπηρεσία και ανακρίνεται από το αφεντικό του για το τι ακριβώς συνέβη στο νησί του Κεσμ στον Περσικό Κόλπο. Ο Μπαμπάκ βρέθηκε εκεί για να διαλευκάνει την αυτοκτονία ενός πολιτικού κρατουμένου που βρισκόταν σε εξορία στο νησί, ανακαλύπτει γρήγορα πως η αυτοκτονία είναι δολοφονία και μετά την ταφή του άνδρα ένας σεισμός έρχεται να περιπλέξει τα πράγματα αφού ένας ντόπιος θα εξηγήσει πως κάθε φορά που κάποιος θάβεται τα σαγόνια της Γης ανοίγουν διάπλατα.
Στην προσπάθεια του να καταλάβει τι έχει συμβεί, ο Μπαμπάκ θα φέρει στο νησί δύο ειδικούς - έναν ηχολήπτη και έναν γεωλόγο - προκειμένου να καταγράψουν τη σεισμική δραστηριότητα στο νησί, ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης της ταινίας θα εμφανιστεί μέσα στην ταινία του να μιλάει για μια ασπρόμαυρη ταινία που σκηνοθέτησε ο παππούς του και διάφοροι γνώστες της ιστορίας του νησιού του Κεσμ θα αφηγηθούν τη δική τους «μαρτυρία» για το αν όλα αυτά που υποτίθεται ότι συνέβησαν συνέβησαν στ' αλήθεια.
Ο,τι διαβάζετε παραπάνω είναι συμπυκνωμένα και στο περίπου η ιστορία του «A Dragon Arrives», όπως είναι ο αγγλικός τίτλος της ταινίας του Μάνι Χαγκίγκι, σκηνοθέτη (με συμμετοχές στο Forum του Βερολίνου με το «Men at Work» του 2006 και «Modest Reception» του 2012) και ηθοποιού («About Elly», «Melbourne») που έφτασε το 2016 στο Διαγωνιστικό της Berlinale κυρίως γιατί δεν μοιάζει με τίποτα που να έχετε δει από το ιρανικό σινεμά όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Στα όρια του «πολύ χίπστερ για να το πάρεις στα σοβαρά» - και όχι μόνο επειδή ο ένας από τους ήρωες (ο ηχολήπτης) μοιάζει να έχει βγει από νεοϋορκέζικο ντεφιλέ μόδας, ανερμάτιστο ως προς τις αναφορές του στην ιρανική ιστορία (που όπως διαβάζει κανείς δεν συμπίπτει με τα γεγονότα και τις χρονολογίες που δίνονται ως στοιχεία μέσα στην ταινία), αφηγηματικά πολύπλοκο με έναν τρόπο που στερεί την όποια απόλαυση του να το «ρουφήξεις» σαν ένα καλειδοσκοπικό instant cult, το «A Dragon Arrives» υποφέρει ίσως περισσότερο από την ίδια του την κατασκευή.
Φορτωμένο υπερβολικά με «τεχνάσματα» που βαραίνουν πάνω στον κατά τ' άλλα γοητευτικό, πολύχρωμο και ρυθμικό σύμπαν του, το φιλμ του Χαγκίγκι σε προκαλεί να το θαυμάσεις και να «παίξεις» μαζί του και με τα ποικίλα ερωτηματικά που προκαλεί κατά τη διάρκεια της θέασής του, όχι όμως και να μπεις πιο βαθιά στην όποια καρδιά του και σε οτιδήποτε μπορεί να είναι αυτό που προκάλεσε την υπαρξή του.
Υποθέτωντας (πραγματικά, δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος) ότι μιλάει για ένα κόσμο στα όρια της «αλήθειας» και της παραποίησής του, σίγουρα για κάτι που αφορά την επανάσταση στη πριν και μετά εποχή του Αγιατολάχ Χομεϊνί, μια ιδέα για τον συνεχιζόμενο αέναα πόλεμο του πετρελαίου και την επιρροή της Δύσης πάνω στην ιρανική ψυχή, ίσως και σαν κριτική πάνω σε μια χώρα που ακόμη και σήμερα τρομάζει στην ιδέα των «δράκων» που κρύβονται στο καλά καταχωνιασμένο παρελθόν της, το φιλμ του Χαγκίγκι κάνει στα σιγουρα το ιρανικό σινεμά να δείχνει τόσο meta, αφήνοντας ωστόσο τον θεατή χαμένο κάπου ανάμεσα στο θαυμασμό και την αδιαφορία. Με τη ζυγαριά να βαραίνει προς το δεύτερο...