Δεν τιμά ιδιαίτερα τον Τσάντγουικ Μπόουζμαν ότι σε μια ταινία που πρωταγωνιστεί (και εκτελεί και χρέη παραγωγού) στο ρόλο ενός σκληροτράχηλου, τραυματισμένου πολλαπλά από το παρελθόν αστυνομικού - ακριβώς μετά το θρίαμβο του «Black Panther» - αυτό που αποτελεί το καλύτερο κομμάτι της είναι οι δύο κακοί της υπόθεσης.

Και να το έλεγε κανείς στον Στέφαν Τζέιμς («Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει») και στον Τέιλορ Κιτς («John Carter») δεν θα το πίστευαν πως σε μια ταινία που - εκτός από τον σούπερ σταρ πρωταγωνιστή της - προοιωνίζεται ήδη από τον τίτλο της πως δεν θα υπάρξει ποτέ κάτι πιο θεαματικό από το κλειστό (και οι 21 γέφυρές του) Μανχάταν, καταφέρνουν να κλέψουν την παράσταση, όχι μόνο επειδή είναι αξιολάτρευτα αφελείς, αλλά γιατί δίνουν σε ένα «θα ήθελε να είναι κλασικό» αστυνομικό θρίλερ τις σωστές δόσεις χιούμορ και κυνισμού.

Ας είναι. Σε μια ταινία που κινδυνεύει ήδη από την κατασκευή της να μοιάζει (αφόρητα) με δεκάδες άλλες, είναι μάλλον ευτυχές ότι κάτι ξεχωρίζει. Και ακόμη πιο ευτυχές που στη σκηνοθετική καρέκλα βρίσκεται ο άριστα εκπαιδευμένος τηλεοπτικά (από «Game of Thrones» μέχρι «Luck» και «The Tudors») Μπράιαν Κερκ για να σπάσει λίγο το κλισέ του βαθιά τραυματισμένου αστυνομικού που μοιάζει ιδανικός για να αναλάβει μια δύσκολη υπόθεση ανθρωποκυνηγητού μέσα στην πόλη και - φυσικά - να βρεθεί στο κέντρο ενός πολύ μεγαλύτερου «εγκλήματος».

Ο,τι περιμένετε, φυσικά, θα συμβεί, η δράση θα κορυφωθεί σε ένα περίκλειστο Μανχάταν που από τη φύση του είναι τόσο φωτογενές, που αν το κάνεις και νυχτερινό έχεις χτυπήσει διάνα και φυσικά δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός πως αυτή η ταινία είναι παλιομοδίτικη με την τελείως καλή έννοια που έχει ο όρος. Δηλαδή στηρίζεται στους χαρακτήρες και τις - χωρίς ειδικά εφέ - σκηνές δράσης της, προσπαθεί να ανεβοκατεβάσει με όχι πάντα σωστούς ρυθμούς το σασπένς και τελικά σε κρατάει σε μια κάποια εκρήγορση για όση ώρα διαρκεί, χωρίς να χάσει πολλά από την ατμόσφαιρα και την pulp αισθητική της.