Ο Αλί είναι ένας Αφγανός μουσουλμάνος που ζει μοναχικά σ' ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα της σύγχρονης Αθήνας. Η καθημερινότητά του είναι μονότονη. Κοιμάται, τρώει λιτά και προσεύχεται. Η μοναδική του διασκέδαση είναι το άθλημα του kick boxing, για το οποίο προπονείται στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας του. Για να επιβιώσει μαζεύει παλιοσίδερα από τα σκουπίδια, που τα συγκεντρώνει σ' ένα καρότσι super market το οποίο σέρνει στους δρόμους. Ομως δεν είναι μόνο οι μνήμες από την πατρίδα του, την οικογένειά του και το κορίτσι του που τον κατακλύζουν. Πιο έντονο συναίσθημα του προκαλεί η τελετή της Ασούρα, που παρακολουθεί χωρίς να συμμετέχει. Πρόκειται για μια ημέρα μνήμης και πένθους για τους περισσότερους μουσουλμάνους, διότι τότε έχασε τη ζωή του, ο Χουσεΐν Αλί, σημαντική φυσιογνωμία στο Ισλάμ. Ο Αλί ζει στην Αθήνα αλλά κουβαλά μαζί του τις μνήμες της πατρίδας του. Η κάμερα τον ακολουθεί σε ένα ταξίδι στην καθημερινότητα, αλλά και την ίδια την ύπαρξή του.
Στα σύνορα ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και την μυθοπλασία, το φιλμ του Βασίλη Μαζωμένου δοκιμάζει να καταγράψει όχι μόνο την πραγματικότητα της ζωής ενός παράνομου μετανάστη στην Ελλάδα, μα και την εσωτερική αλήθεια της νέας του κατάστασης, την απώλεια της ελπίδας, την συναισθηματική του διαδρομή.
Πλάνα από την Αθήνα του σήμερα, από τις περιπλάνησή του στους δρόμους της πόλης ψάχνοντας για scrap στα σκουπίδια, από την καθημερινή του «μάχη» με όπλο ένα ένα καροτσάκι του σούπερ μάρκετ που μοιάζει προέκταση του εαυτού του και βάρος μαζί, συνδυάζονται με υλικό αρχείο από το Αφγανιστάν και με την εικονογράφηση των χειρότερων στιγμών του της διαδρομής του προς τη δύση.
Η ιδέα είναι δίχως αμφιβολία ενδιαφέρουσα και η εικόνα της της ταινίας στα κομμάτια της ξεκάθαρης «μυθοπλασίας» (τα εισαγωγικά γιατί προφανώς όλα είναι βασισμένα σε αληθινές εμπειρίες), λειτουργικά στυλιζαρισμένη, όμως το φιλμ δυσκολεύεται να βρει την ισορροπία του ανάμεσα στην συχνά ποιητική υφή του και την σκληρότητα της πραγματικότητας.
Η ενδιαφέρουσα αφαιρετική του φόρμα συγκρούεται με το πυκνό, συνεχές κατά στιγμές voice over και η φόρμα της ταινίας μοιάζει διχασμένη ανάμεσα στην ντοκιμαντερίστικη καταγραφή και την δημιουργική επανατοποθετησή της στην περιοχή μιας ταινίας μυθοπλασίας. Το αποτέλεσμα έχει αναμφίβολα ενδιαφέρον ως ένα δείγμα κοινωνικού αλλά μαζί δημιουργικού σινεμά, όμως στερείται κάτι από την δύναμη που θα μπορούσε να πετύχει ένα ντοκιμαντέρ, ή ένα πιο παραδοσιακό δράμα και δεν αποφεύγει πάντα έναν κατά στιγμές συμβατικό διδακτισμό.