«Πάμε σινεμά;», μας ρωτά η Μαρία Φαραντούρη, προτείνοντάς μας ένα μουσικό ταξίδι σε τραγούδια του παγκόσμιου και του ελληνικού κινηματογράφου, από τα halls του Χόλιγουντ μέχρι τα σκυλάδικα της ελληνικής επαρχίας, από τον Μαξ Στάινερ μέχρι τον Χρήστο Λεοντή, από την Πέγκυ Λι μέχρι την Εντίθ Πιάφ.
Με τη συνδρομή του Γιώργου Μονεμβασίτη στα κείμενα, του Γιάννη Στάνκογλου στην αφήγηση, των Θοδωρή Βουτσικάκη και Κορίνας Λεγάκη στις φωνές, του Χρήστου Παπαγεωργίου στην ενορχήστρωση και του Αναστάσιου Συμεωνίδη στη διεύθυνση της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, η εμβληματική αοιδός του Μίκη Θεοδωράκη και κοινωνός του έργου των σπουδαιότερων συνθετών μας μάς καλεί σε μια μοναδική συνάντηση εικόνας και ήχου στο Ηρώδειο, στις 10 Ιουλίου.
Το Flix συνάντησε τη Μαρία Φαραντούρη για να αποσπάσει πληροφορίες όχι μόνο από το μοναδικό αυτό καλλιτεχνικό ραντεβού, αλλά και τις παλλόμενες μνήμες της θρυλικής αυτής ερμηνεύτριας.
Πως ξεκίνησε η ιδέα αυτής της σύμπραξης κινηματογράφου και μουσικής;
Πριν από δέκα χρόνια κάναμε μια εκδήλωση στο Μέγαρο που ονομάσαμε Σινέ Μαρία. Eνας κύκλος τριών συναυλιών με την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Τότε ήταν η περίοδος των Oσκαρ κι επιλέξαμε ανάλογα τραγούδια, βραβευμένα. Hταν κι ο Γιώργος Χωραφάς που έκανε τις αφηγήσεις, από κείμενα του Γιώργου Μονεμβασίτη, που συνεργάζεται και σε αυτή τη συναυλία. Τώρα έχουμε επεκτείνει εκείνη την παράσταση και σε άλλα κινηματογραφικά τραγούδια, και στο ελληνικό σινεμά. Και την αφήγηση αναλαμβάνει ο Γιάννης Στάνκογλου, μια συνεργασία που με χαροποιεί ιδιαίτερα. Θα έλεγα πως χάρη σε αυτόν τελείται εδώ μια κινηματογραφική συνάντηση που ενώνει δύο κόσμους σε ένα πλάνο. Σε αυτή την παράσταση, χρησιμοποιώ αρκετές εκτελέσεις από το Σινέ Μαρία, όπως το «Moon River», το «As Time Goes By» ή το «Johnny Guitar». Και μπαίνω σε Σάιμον και Γκαρφάνκελ, «Sound of Silence» και «Μrs. Robinson», αυτές τις όμορφες μπαλάντες που ξυπνάνε μνήμες από τη δική μου γενιά. Μπαλάντες απλές αλλά νομίζω επαναστατικές. Πάω ακόμη Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία με Νίνο Ρότα και Πιοβάνι -κι εδώ θα είναι καθοριστική η τρυφερή φωνή του Θοδωρή Βουτσικάκη, ενός νέου και πολύ αξιόλογου ταλέντου. Στον οποίο έδωσα και ένα αγαπημένο μου του Φρέντι Μέρκιουρι , το «Love of my Life» από το «Bohemian Rhapsody». Συμμετέχει ακόμα η Κορίνα Λεγάκη, μια εξαιρετική τραγουδίστρια.
Και το ελληνικό σκέλος της παράστασης;
Είναι αναμεμειγμένο με το ξένο. Χατζηδάκις, Λεοντής, Μίκης, Ξαρχάκος. «Αυτή η νύχτα μένει», το εκπληκτικό κομμάτι του Κραουνάκη. Κι έβαλα και το «Ποιος το Ξέρει», το οποίο δε γεννήθηκε από ταινία αλλά από θεατρική παράσταση του Πλέσσα και το είχε πει ο Χορν, αλλά χρησιμοποιήθηκε αργότερα σε μια γερμανική ταινία. Μια παρατυπία ίσως στο πρόγραμμα, πάντως έμμεσα κινηματογραφικό. Οι ενορχηστρώσεις είναι του Κώστα Κλάββα, ενός σπουδαίου συνθέτη του κλασικού ρεπερτορίου, ειδικευμένου στα έγχορδα, του οποίου θα παιχτούν ουβερτούρες από «Νονό», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και «Oσα Παίρνει ο Άνεμος», αλλά και του Χρήστου Παπαγεωργίου, ενός εξαιρετικού συνθέτη και σολίστα του πιάνου. Και κλείνουμε όλοι μαζί με το «Que Sera Sera», το τραγούδι των παιδικών μου χρόνων, όταν λάτρευα την Ντόρις Ντέι.
Ως παιδί, ποιες είναι οι πρώτες κινηματογραφικές εικόνες που έχετε;
Δεν είχαμε τότε χρήματα, η οικογένεια φτωχή, στη Νέα Ιωνία. Μαζευόμασταν όμως όλα τα παιδιά στον δρόμο. Γέλια, παιχνίδια, η ευτυχία η απόλυτη. Υπήρχε κάπου, κανένα χιλιόμετρο προς την Καλογρέζα, ένα θερινό σινεμά με ένα λοφάκι απ’ έξω, που πηγαίναμε και αράζαμε. Δεκαετία του ’50 αυτά. Και βλέπαμε την αυτοκράτειρα Σίσι. Δηλαδή βλέπαμε-δε βλέπαμε. Οσο μπορούσαμε. Και μαγευόμουν εγώ από τη μουσική. Δε φαντάζεστε τι συγκίνηση ένιωθα. Γύριζα σπίτι και προσπαθούσα να κάνω δικές μου μουσικές με δικές μου εικόνες. Ονειροπόληση να το πούμε. Κάτι σαν καταφύγιο ονείρων στην παιδική ηλικία.
Και η πρώτη σας απευθείας επαφή με την τέχνη του σινεμά;
Οταν ήμουν 11 χρονών, η Φίνος Φιλμ πήγαινε στα σχολεία κι επέλεγε καλλίφωνα παιδιά. Και με διαλέξανε για να συμμετάσχω στη χορωδία για τα «Χτυποκάρδια στο Θρανίο», με τη Βουγιουκλάκη. Και πήγα λοιπόν, σε ένα σχολείο στο Μαρούσι. Εκεί, σε μια μεγάλη αυλή, μας είχαν δέκα μέρες για να κάνουμε δυο-τρεις σκηνές χορωδιακές, αλλά παιδιά ως ήμασταν μας χρησιμοποιούσαν και για άλλες δουλειές. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία από κινηματογραφικό γύρισμα, και η γνωριμία μου με τη Βουγιουκλάκη.
Με τη Μελίνα Μερκούρη το 1968 στο Παρίσι (φωτό: Σίμος Τσαπνιδης)
Το 1969 στο Λονδίνο (φωτό: προσωπικό αρχείο Μαρίας Φαραντούρη)
Με τον Τηλέμαχο Χυτήρη το 1970 στη Φλωρεντία (φωτό: προσωπικό αρχείο Μαρίας Φαραντούρη)
Μεγαλώνοντας, πότε αρχίσατε να παρακολουθείτε τακτικά ταινίες;
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισα να βλέπω πολύ ιταλικό σινεμά, της εποχής αλλά και νεορεαλιστικό. Ακολούθως, μετά τη δικτατορία του ’67, βγαίνω στο εξωτερικό, κι εκεί πια βλέπουμε Βισκόντι, Φελίνι, Παζολίνι. Κι εγώ συνδέομαι ήδη με τον Τηλέμαχο [Χυτήρη, τον σύζυγό της] από τη Φλωρεντία, φοιτητή τότε, που έβλεπε πολύ σινεμά. Αργότερα πάω και στην Τσινετσιτά, με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, σε μια αμερικανική ταινία ενός Κοσμάτου, δε θυμάμαι τον τίτλο [είναι η «Ακόλαστη» του 1971 με τους Ράκελ Γουέλτς και Ρίτσαρντ Τζόνσον, η πρώτη ταινία του 30χρονου τότε Τζορτζ Κοσμάτος]. Μου κάνουν συμβόλαιο και ζητάνε και τραγουδώ τα Ζαβαρακατρανέμια.
Εχει μεσολαβήσει όμως τραγούδι σας και σε μια ελληνική παραγωγή…
Ναι, το 1965 στην ταινία «Το Νησί της Αφροδίτης», για την οποία είχε γράψει μουσική ο Μίκης. Είχα πει το «Ματωμένο Φεγγάρι», σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Ηταν το πρώτο μου ηχογραφημένο τραγούδι, κι έχει μια αξία συμβολική για μένα. Ομως αυτή η μουσική είχε τότε ήδη αυτονομηθεί από την ταινία. Γιατί συνεχίσαμε να ερμηνεύουμε τα τραγούδια αυτά, με τον Γρηγόρη [Μπιθικώτση], και σε συναυλίες. Είχαμε ήδη μπει σε ένα άλλο πλαίσιο.
Και μετά την Ιταλία και την Τσινετσιτά, τι ακολουθεί;
Μετά έρχεται η τρίτη περίοδος, θα έλεγα, της σχέσης μου με το σινεμά. Μια περίοδος ανάπαυλας για μένα, στο Παρίσι, όπου έκανα πολύ παρέα με τον Δημήτρη Μαυρίκιο. Ημασταν μεγάλη παρέα, ήταν και η Ελένη Καραίνδρου τότε εκεί. Ο Δημήτρης λάτρευε το σινεμά, πήγαινε και δυο και τρεις φορές την ημέρα, κι εγώ τον ακολουθούσα τουλάχιστον στη μία. Δε θα ξεχάσω μεταξύ των δεκάδων ταινιών που είδα τότε στο Παρίσι, σε αυτά τα διαλείμματα από τα ταξίδια και τις συναυλίες που με ήθελαν συνεχώς με μια βαλίτσα στο χέρι, τις «Μπανάνες» του Γούντι Αλεν. Το γέλιο που έριξα! Το σινεμά με έκανε να ξεφεύγω από την καθημερινότητα της δουλειάς μου. Είχε ανέκαθεν αξία για μένα, ήταν το απάγκιό μου.
Κάνατε γενικότερα παρέα με Ελληνες σκηνοθέτες;
Βεβαίως. Μα κατ’ αρχήν ήταν ο Μίκης. Που συνεργαζόταν με πολλούς κινηματογραφιστές, ήταν οι παρέες του. Αλλά και ο Μάνος. Τόσο ανοιχτός. Ενα τραπέζι ήταν ο Μάνος, κάθε βράδυ ένα τραπέζι που πηγαίναμε όλοι. Αυτή ήταν η επικοινωνία μας, σε ένα τραπέζι που βρισκόμασταν καθημερινά σχεδόν, παλιά στου Φλόκα και μετά στον Μαγεμένο Αυλό, στο Παγκράτι. Εκεί δηλώναμε παρόν όλοι. Η Φλέρυ, ο Γκάτσος…
Ισως ακουστεί κουτσομπολίστικο, αλλά θυμόσαστε ποτέ έστω ψήγματα ανταγωνισμού ανάμεσα στον Χατζηδάκι και τον Θεοδωράκη;
Τον ανταγωνισμό τον καλλιεργούσαν άλλοι περισσότερο παρά οι ίδιοι. Ο Μάνος και ο Μίκης σέβονταν πολύ ο ένας τον άλλον. Ο Μάνος μπορεί να μην είχε τις σπουδές που έκανε ο Μίκης, όμως ήταν τέτοιο το ταλέντο του, η αισθητική του, η ποιητικότητά του που ανέβαζε πάντα τη μουσική του σε κάτι το ύψιστο. Άλλοι ήταν οι παράγοντες που προσπάθησαν τότε να δημιουργήσουν το δίπολο. Αφενός τα άμεσα περιβάλλοντα, τα οικογενειακά, αφετέρου οι οπαδοί και ο Τύπος. Ομως αγαπιούνταν πολύ, στήριζαν ο ένας τον άλλον ακόμη και στις πιο προσωπικές, τις πιο συναισθηματικές τους στιγμές. Μέχρι τέλους.
Εγώ με το τραγούδι εκφράστηκα, ποτέ στενά κομματικά, αλλά οικουμενικά, όπως άλλωστε και η μουσική του Μίκη. Ο Μίκης ποτέ δεν είπε κάνω αριστερό τραγούδι. Πήρε όλη την ελληνική ποίηση -τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο. Και το τραγούδι του ενώ είναι ακραιφνώς ελληνικό, επειδή είναι αυθεντικό, και συμπυκνώνει όλη την πνευματικότητα της Ελλάδας, γι’ αυτό είναι την ίδια στιγμή και οικουμενικό...»
Το 1978, με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Πάμπλο Νερούδα στην ηχογράφηση του «Canto General» στο Παρίσι
Με τον Μάνο Χατζιδάκι
Το 1981, με τον Μίκη Θεοδωράκη (φωτό: προσωπικό αρχείο Μαρίας Φαραντούρη)
Ως πολιτικοποιημένη καλλιτέχνης που ήσαστε πάντα, ποια είναι η γνώμη σας για την Αριστερά σήμερα; Υπάρχει μια ιδεολογικά γνήσια Αριστερά;
Η Αριστερά, ως κόμμα που κυβέρνησε, ενώ ενστερνίστηκε πράγματα και πάλεψε, είχε ένα δυσβάσταχτο βάρος, να ανταπεξέλθει στα μνημόνια. Και μπήκε και συνθηκολόγησε, αυτό το ξέρουν όλοι και το λένε και οι ίδιοι. Και είναι μοιραίο πλέον να αναρωτιόμαστε τι είναι αριστερό και τι δεξιό, όταν σου επιβάλλονται οι πολιτικές που θα υλοποιήσεις. Εγώ είμαι με μια Αριστερά ουτοπική, αυτή της ευαισθησίας, της δημιουργίας, των κοινωνικών ελευθεριών. Και η παρούσα κυβέρνηση έκανε σημαντικά βήματα με κάποια από τα τελευταία, που μέχρι τότε δεν άγγιζαν τα κόμματα τα συντηρητικά. Πάντως ανέκαθεν πίστευα πως η Αριστερά, μπαίνοντας στην εξουσία, θα αποβάλλει μεγάλο κομμάτι της αίγλης της. Με αυτή τη λογική πιστεύω πως ναι, βεβαίως και υπάρχει Αριστερά, αλίμονο. Απλά όχι όπως τη φανταστήκαμε εμείς, που ονειρευτήκαμε, που δώσαμε τη μάχη μας άλλος με την τέχνη του κι άλλος με φυλακές κι εξορίες. Εγώ με το τραγούδι εκφράστηκα, ποτέ στενά κομματικά, αλλά οικουμενικά, όπως άλλωστε και η μουσική του Μίκη. Ο Μίκης ποτέ δεν είπε κάνω αριστερό τραγούδι. Πήρε όλη την ελληνική ποίηση -τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο. Και το τραγούδι του ενώ είναι ακραιφνώς ελληνικό, επειδή είναι αυθεντικό, και συμπυκνώνει όλη την πνευματικότητα της Ελλάδας, γι’ αυτό είναι την ίδια στιγμή και οικουμενικό..
Κατά πόσο κλασικός συνθέτης πιστεύετε πως είναι ο Μίκης Θεοδωράκης και κατά πόσο λαϊκός;
Ο Μίκης είναι κλασικός συνθέτης. Και πολλά από τα κλασικά του έργα τα έκανε τραγούδι. Ακόμα και η «Μαργαρίτα η Μαργαρώ» είναι από τα πρελούδια για πιάνο. Και το πιο λαϊκό του κομμάτι να πάρετε, αν απογυμνώστε τη μελωδία, θα δείτε πως είναι κλασική. Όταν ήταν έγκλειστος στα στρατόπεδα και τις φυλακές έγραφε κλασική μουσική. Έργα για χορωδία, ορατόρια, συμφωνικά. Έχει γράψει επτά συμφωνίες. Εδώ κατηγοριοποιήθηκε ως ένας λαϊκός έντεχνος τραγουδοποιός και οι κύκλοι της κλασικής τον σνομπάρισαν. Τώρα είναι που σιγά-σιγά τον αναγνωρίζουν. Ο Γιώργος Πέτρου, ο μαέστρος της Καμεράτα, ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη του Λαμπράκη, όπου είναι τα άπαντα του Μίκη, ένα έργο που έγραψε 20 χρονών, πολύ μοντέρνο, και λέγεται «Αποκάλυψη». Ανέκδοτο έργο, που έγραψε πριν την πρώτη του συμφωνία. Ούτε ο ίδιος δεν το θυμότανε. Και θα του το παρουσιάζανε τότε, στα τέλη του ’40, αλλά επειδή ήταν κομουνιστής φοβήθηκε ο Οικονομίδης, ο τότε μαέστρος της Κρατικής Ορχήστρας, και θάφτηκε. Παίχτηκε για πρώτη φορά πέρυσι στο Μέγαρο, στις 12 Οκτωβρίου.
Η δική σας σχέση με το λαϊκό τραγούδι ποια ήταν;
Θυμάμαι παιδί, που μεσουρανούσε το αρχοντορεμπέτικο. Ο Μητσάκης ας πούμε, ή ο Δερβενιώτης, ερχόντουσαν κάθε Κυριακή στη γειτονιά και στήνανε μια εξέδρα στην πλατεία, και πήγαινε ο κόσμος να τραγουδήσει και να γλεντήσει. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το λαϊκό άκουσμα. Και η Γιώτα Λύδια. Που έμενε στη γειτονιά μας, λίγο πιο πάνω, σε ένα προσφυγικό χαμηλό σπιτάκι. Ανατρίχιαζα ως παιδάκι από την ομορφιά της φωνής της. Δίσκους δεν είχαμε ακόμη τότε, τη δεκαετία του ’50, ακούγαμε ραδιόφωνο. Εγώ έβαζα κυρίως κλασική μουσική όπου υπήρχε, σε κάποιες εκπομπές, θεατρικές ας πούμε όπως του Αχιλλέα Μαμάκη κάθε μεσημέρι, που λεγόταν «Το Θέατρο στο Μικρόφωνο», θυμάμαι. Και κάποια πράγματα που ακούγαμε σε συγγενικά σπίτια, στα πρώτα τότε πικάπ, όπως στον θείο μου, που πήγαινα κι άκουγα Βέρντι.
Aρα η κλασική ήταν η πρώτη σας μουσική αγάπη…
Ναι, με συνέπαιρνε από παιδί. Hταν η συντροφιά μου και στις δύσκολες στιγμές της υγείας μου, στη μάχη μου με την πολιομυελίτιδα. Που έδινα όχι κάποιες μέρες σε νοσοκομείο, αλλά μήνες επί μηνών σε σανατόρια. Ηταν η απόδρασή μου. Αλλά ήμουν γενικά παθιασμένη με τη μουσική. Οταν παιδάκι ακόμα τσακωνόμουν με καμιά φίλη μου, την απειλούσα πως δε θα την καλέσω στη συναυλία μου! Ηταν ίσως η άμυνά μου η μουσική, στις δυσκολίες. Και τα έφερε η τύχη και κόλλησα σε ένα κίνημα έντεχνου τραγουδιού με τον Μίκη και τον Μάνο. Γιατί τον Μάνο τον γνώρισα την ίδια εποχή. Oταν και οι δύο παίζανε στο θέατρο Παρκ, κι εγώ εκεί ερμήνευα τη «Μαγική Πόλη». Και ο Μάνος με άκουσε και του άρεσε πολύ η φωνή μου, και μου έδωσε κι ένα τραγούδι στον «Καπετάν Μιχάλη», το έργο που περιόδευε τότε με τον Κατράκη. Eνα τραγούδι να πω ειδικά, ως συμπλήρωμα, γιατί ο δίσκος είχε ήδη γίνει με τον Ρωμανό. Το κομμάτι υπήρχε στον δίσκο μόνο ορχηστρικό, κι έβαλε στίχους για να το τραγουδήσω. Για να συνοψίσω, όμως, την απάντησή μου και στην προηγούμενη ερώτησή σας, να σας πω πως εγώ την ένωνα τη μουσική, δεν την ξεχώριζα. Ακουγα ένα τραγούδι του Μητσάκη και συγκινούμουν. Το αληθινό, το αυθεντικό, απ’ όπου κι αν προέρχεται, κι από τη φλογέρα κάποιου σε ένα βουνό, αποκλείεται να μη σε αγγίξει. Και είναι κι άλλα τραγούδια, πολλά, που περνάνε έτσι, γιατί είναι μόνο αρχιτεκτονικά και μαθηματικά. Λες, α, ωραία τεχνική! Αλλά πέραν αυτής...;
Υπήρχε κάπου, κανένα χιλιόμετρο προς την Καλογρέζα, ένα θερινό σινεμά με ένα λοφάκι απ’ έξω, που πηγαίναμε και αράζαμε. Δεκαετία του ’50 αυτά. Και βλέπαμε την αυτοκράτειρα Σίσι. Δηλαδή βλέπαμε-δε βλέπαμε. Οσο μπορούσαμε. Και μαγευόμουν εγώ από τη μουσική. Δε φαντάζεστε τι συγκίνηση ένιωθα. Γύριζα σπίτι και προσπαθούσα να κάνω δικές μου μουσικές με δικές μου εικόνες. Ονειροπόληση να το πούμε. Κάτι σαν καταφύγιο ονείρων στην παιδική ηλικία.»
Το 1964
Με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μιχάλη Κακογιάννη στην ηχογράφηση για τις «Τρωάδες» το 1970
Το 2000 στη Φερόπολη της Γερμανίας
Βγήκατε νωρίς στο επάγγελμα, αμέσως μετά την εφηβεία. Μπορούσατε να συνεισφέρετε τότε στο οικογενειακό βαλάντιο;
Από το 1964 που ξεκίνησα, στα 16, και μέχρι το 1967, είπα τραγούδια και δούλευα σε κάποιες μπουάτ στην Πλάκα. Λίγα χρήματα, όχι τέτοια που θα μπορούσα να συντηρήσω κι άλλους. Μετά βγήκα στο εξωτερικό, έφυγα από τους γονείς μου. Αλλά κι εκεί έξω ήμασταν κάπως σαν στρατιώτες. Hταν ένα γαλλικό πρακτορείο που μας χειριζόταν, κάναμε πολλές συναυλίες και μας έδιναν ένα είδος μισθού. Στέλναμε στις φυλακές, εδώ στην Ελλάδα. Μετά κάναμε περιοδείες με τη Μελίνα, όπου βγάζαμε κάποια χρήματα, αλλά τα χρειαζόμουν κυρίως για να ζήσω εκεί. Πάντως το κριτήριό μου δεν ήταν ποτέ το χρήμα, ούτε τα κοιτούσα αυτά. Με ενδιέφερε πόσο αρέσει η ελληνική ποίηση, η ελληνική μουσική, και πώς μπορώ να τις μεταδώσω καλύτερα.
Πως βλέπετε το διαδίκτυο σε σχέση με τη μουσική και την αποτελεσματικότητά της; Ποια θα λέγατε πως είναι τα οφέλη του και ποια τα τρωτά για έναν ανερχόμενο καλλιτέχνη;
Κρίμα, κρύβονται πολύ ωραίες φωνές καμιά φορά. Εγώ δεν κάθομαι ειδικά να δω, περαστικά μπορεί κάποια στιγμή να ακούσω κάτι, και να πω κοίτα τι ωραία φωνή, θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο εξωτερικό. Ωστόσο λείπει η δισκογραφία, δεν υπάρχουν εταιρείες. Aντε να υπάρχει ίσως κάποιος ατζέντης που αν έχεις την καλή τύχη να σ’ ακούσει και να περάσεις μέσα από αυτόν τον ωκεανό που είναι το διαδίκτυο και του youtube να σε βοηθήσει. Βέβαια, έχει και την ευκολία του το διαδίκτυο. Το διαδίδεις αμέσως σε φίλους και ακροατές, σε έναν αριθμό ανθρώπων που σε άλλη περίπτωση δε θα είχαν πρόσβαση. Σε αυτό το κομμάτι περνούσες δύσκολα παλιά, όταν έπρεπε να σε πάρει η εταιρεία, να του αρέσεις του εκάστοτε επιχειρηματία, να περάσεις εξετάσεις. Τα κριτήρια ήταν διαφορετικά. Η εποχή μας, η ψηφιακή, δημιουργεί κι άλλα πρότυπα. Αλλά έχουν ευκολίες πολλές. Γνωστοποίηση, πληροφόρηση, ταχύτητα. Τώρα πια, έστω και χίλιους ακολούθους να έχεις στη δικτύωση, δεν είναι καταπληκτικό; Και διαδίδει άλλος το ποίημά του, άλλος το τραγούδι του, άλλος το θεατρικό του. Πιστεύω πως υπάρχουν μοναχικές φωνές που παλεύουν στη μικρή τους αίθουσα, και χωρίς λεφτά ή με ελάχιστα θα καταφέρουν να βγάλουν είτε το θεατρικό τους είτε τη μουσική τους. Βγαίνουν κάποια πράγματα. Τότε ήταν οι συλλογικότητες. Τον καλλιτέχνη υποστήριζε μια αριστερά, ας πούμε. Η κάποιος θεσμός. Τον στήριζαν μεγάλοι μας ποιητές, τα θέατρα, οι σπουδαίοι ηθοποιοί. Γύρω από κάθε θεσμό υπήρχαν καλλιτέχνες -ακόμη και ζωγράφοι που σου καλλιτεχνούσαν το βινύλιο. Νομίζω πως πάντοτε υπάρχουν ταλέντα. Απλώς τώρα είναι μοναχικά, αυτή είναι η διαφορά. Πάντα υπάρχουν σπουδαία και αξιοπερίεργα πράγματα, αν ψάξει κανείς.
Εσείς «ψάχνετε» καθόλου;
Ακούω πολύ μουσική στον ελεύθερό μου χρόνο, κυρίως τη νύχτα. Τη νύχτα κινητοποιείται ο νους μου και ακούω πράγματα που με ενδιαφέρουν, δέχομαι ερεθίσματα. Κι από το Mezzo που ακούω τζαζ, από πολύ καλούς παρουσιαστές, αμέσως μπαίνω να ψάξω, κι αυτό σε πυροδοτεί. Αν δεν αφιερώσεις χρόνο σε αυτό που αγαπάς, πως θα κάνεις την πρόταση στον εαυτό σου;