Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Μαρίας Ντούζα, «To Δέντρο και η Κούνια», σε λίγα εικοσιτετράωρα θα κάνει την πρεμιέρα του στο World Film Festival του Mόντρεαλ. Η ταινία, ένα κοινωνικό δράμα που αγγίζει το θέμα της ξενιτιάς και της ξενοφοβίας, επικεντρώνεται σε μία οικογενειακή ιστορία - τη συμφΙλίωση της ξενιτεμένης κόρης με τον πατέρα και τις ρίζες της.
Η Ελένη, μια πετυχημένη γιατρός ελληνικής καταγωγής ζει και εργάζεται στο Λονδίνο εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Ο πατέρας της, ο Κυριάκος, ζει στην Ελλάδα και είναι δήμαρχος στη μικρή του πόλη. Εχοντας υπάρξει προσφυγόπουλο στη Σερβία μετά τον πόλεμο, κι έχοντας αγωνιστεί για να γυρίσει στην πατρίδα του, ο Κυριάκος δεν έχει συγχωρήσει την Ελένη για την απόφασή της να ζήσει μακριά από την Ελλάδα. Μια μέρα, ο άντρας της Ελένης χάνει τη δουλειά του σε κάποιο χρηματοπιστωτικό κολοσσό και μετατίθεται στην Κίνα επ' αόριστον. Για πρώτη φορά η Ελένη έρχεται αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο μιας αναγκαστικής μετανάστευσης. Αναστατωμένη με την προοπτική αυτή, παίρνει την κόρη της Άννα κι επισκέπτεται τον πατέρα της, υποτίθεται για Πασχαλινές διακοπές. Αβέβαιη για το μέλλον θέλει είναι να δώσει στην Άννα μια πατρίδα - εάν ποτέ εκείνη την χρειαστεί. Όταν όμως φτάνει σπίτι τίποτα δεν είναι όπως το περίμενε. Μια γυναίκα από τη Σερβία, η Νίνα, είναι εγκατεστημένη εδώ μαζί με την εντεκάχρονη κόρη της. Σύντομα η Ελένη θα διαπιστώσει ότι ο Κυριάκος έχει κι αυτός τα δικά του μυστικά.
Λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για τον Καναδά, η σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μαρία Ντρούζα μίλησε στο Flix και μοιράστηκε τις ανησυχίες της τόσο για την συνεχώς αυξανόμενη ξενοφοβία της ελληνικής κοινωνίας, όσο και για το μέλλον του σινεφίλ ελληνικού κινηματογράφου που γεννά η κρίση.
Γιατί κάνατε μία ταινία για τις ρίζες; Γιατί νιώσατε την ανάγκη για ένα τέτοιο θέμα τώρα;
Κατ’αρχήν με ενδιαφέρει το ευρύτερο θέμα της μετακίνησης των ανθρώπων (που εμπεριέχει και το θέμα του ξεριζωμού) και το πώς αυτή επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Ζούμε σε μια εποχή τεράστιων μετακινήσεων και στεκόμαστε αμήχανοι και φοβικοί μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα. Ομως οι οι άνθρωποι πάντα μετακινούνταν, είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη, είτε από εξαναγκασμό. Είναι τραγικό ότι σήμερα, εδώ στην Ελλάδα, το κέντρο ενός έθνους διασποράς, μια πτωχευμένη και ταπεινωμένη κοινωνία έχει γίνει έρμαιο μιας νέας ρατσιστικής και ξενοφοβικής ρητορικής. Και είναι επιτακτική ανάγκη αυτή η ρητορική να απαντηθεί μέσα από την ίδια την δική μας – την Ελληνική – εμπειρία. Θεωρώντας τη μετακίνηση αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης, «Το Δέντρο και η Κούνια» μέσα από μια ιστορία οικογενειακής συμφιλίωσης, όπου κάθε χαρακτήρας κουβαλά μια διαφορετική εμπειρία αποδημίας (προσφυγιά, μετανάστευση, μετεγκατάσταση) μέσα από την Ελληνική εμπειρία της διασποράς, προτείνει νέους τρόπους θεώρησης της έννοιας της πατρίδας και του «ανήκειν», μια διεθνιστική σχεδόν αντίληψη του εαυτού μας και των άλλων.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόσκληση που έπρεπε να αντιμετωπίσετε γυρίζοντας την ταινία;
Ηθελα να κάνω μια ταινία που να μεταφέρει το μήνυμά της με έναν τρόπο συναισθηματικό και όχι διδακτικό. Και νομίζω τα κατάφερα.
Πώς επιλέξατε τους ηθοποιούς σας;
Γνωρίζω την Μυρτώ Αλικάκη εδώ και χρόνια. Αγαπώ και θαυμάζω τη δουλειά της και την θεωρώ μια ηθοποιό εξόχως κινηματογραφική. Τον Ηλία Λογοθέτη τον είχα στο μυαλό μου ακόμα από την εποχή που έγραφα το σενάριο, ενώ τη Μιριάνα Καράνοβιτς την ήξερα και την θαύμαζα ήδη από τις ταινίες του Κουστουρίτσα και πιο πρόσφατα το «Σεράγεβο σε αγαπώ» - χωρίς ωστόσο να έχω ποτέ φανταστεί ότι μια μέρα θα συνεργαζόμουν μαζί της. Ηταν σαν όνειρο.
Τα τελευταία χρόνια, παρόλη την κρίση, το ελληνικό σινεμά βραβεύεται και γίνεται διάσημο στο εξωτερικό. Είστε αισιόδοξη για το μέλλον;
Υπάρχει μια δυναμική αυτή τη στιγμή στον ελληνικό κινηματογράφο, που βοηθιέται και από την συγκυρία της κρίσης. Θα ήμουν πιο αισιόδοξη εάν οι ταινίες μας είχαν απήχηση και στο λεγόμενο «ευρύ» – μη σινεφιλικό – κοινό. Αν ήταν δηλαδή λιγότερο ελιτίστικες.
Πόσο περήφανος νιώθει ο Ελληνας σκηνοθέτης όταν, παρά τις αντιξοότητες, καταφέρνει και η ταινία του ταξιδεύει σε διεθνή φεστιβάλ; Ποια θα ήταν η μεγαλύτερη ευχή για την ταινία; Τι θα θέλατε να επικοινωνήσει στον κόσμο;
Περήφανη όχι. Αλλά χαρούμενη που η ταινία θα προβληθεί εκτός Ελλάδας και πολύ περίεργη για την υποδοχή που θα έχει από ένα μη-ελληνικό κοινό. Η μεγαλύτερη ευχή μου για την ταινία είναι να την δουν όσο περισσότεροι άνθρωποι γίνεται. «Το Δέντρο και η Κούνια» δεν είναι ταινία σινεφίλ. Είναι μια ταινία που μιλάει στις καρδιές και μέσα από μια τρυφερή ιστορία ανθρώπινων σχέσεων μας καλεί να στοχαστούμε για τον κόσμο που αλλάζει, για τις μεταξύ μας σχέσεις που επαναπροσδιορίζονται, για την αντοχή των αξιών μας.
Το «Δέντρο και η Κούνια» θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στο The World Film Festival του Μόντρεαλ που φέτος διεξάγεται από τις 22 Αυγούστου έως και τις 2 Σεπτεμβρίου, μοναδική ελληνική ταινία μαζί με τον «Εχθρό Μου» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου στο τμήμα Focus in World Cinema.
To Δέντρο και η Κούνια / Σκηνοθεσία: Μαρία Ντούζα / Σενάριο: Μαρία Ντούζα (βασισμένο σε μια ιδέα της Ελένης Ατσίκμπαση) / Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ζαφείρης Επαμεινώνδας / Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Τζιοβάνι Τζανέτης / Μουσική: Αννα Στερεοπούλου / Μοντάζ: Γιάννης Κωσταβάρας / Ηχος: Στέφανος Ευθυμίου / Κοστούμια: Νικόλ Παναγιώτου / Μακιγιάζ: Ελενα Παπαζόγλου / Παραγωγός: Μιχάλης Σαραντινός / Executive Producer: Ρούλα Νικολάου / Μια παραγωγή της Steficon σε συμπαραγωγή του ΕΚΚ, της ΕΡΤ, της Nova και του Intermedia Network / Πρωταγωνιστούν: Μυρτώ Αλικάκη, Ηλίας Λογοθέτης, Μιρζάνα Καράζοβιτς, Νίκος Ορφανός, Αϊρις Μίτα, Ελένη Κουλέτης, Μελίνα Λιάλιου, Γεννάδιος Πάτστης, Γιώργος Σουξές, Τζον Μπίκνελ, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Ειρήνη Στρατηγοπούλου, Στάθης Κατσαρός, Βερόνικα Μπιέλιτσα
Διαβάστε περισσότερα για το «Δέντρο και την Κούνια» στο επίσημο site της ταινίας.