Νορμανδία, 1819. Η Ζαν είναι μια νέα γυναίκα γεμάτη παιδιάστικα όνειρα και αθωότητα, που επιστρέφει σπίτι μετά από τα σχολικά της χρόνια που τα πέρασε στο μοναστήρι. Παντρεύεται έναν ευγενή της περιοχής, αλλά σύντομα αυτός αποδεικνύεται τσιγκούνης κι άπιστος. Σιγά-σιγά οι ψευδαισθήσεις της Ζαν διαλύονται.

Συζυγικές ατασθαλίες, βάσανα ενός άσωτου υιού, αλλεπάλληλα θανατικά που μαυρίζουν την ζωή της. Οσο αισιόδοξα κι αν ξεκινά την ζωή της η Ζαν της Τζουντίθ Κεμλά, οι συνθήκες αλλά και ο κοινωνικός της περίγυρος φροντίζουν από νωρίς να υποδείξουν την «θέση» και την αξία της σε μία κοινωνία που ενδιαφέρεται κυρίως για τα κληρονομικά δικαιώματα των ανδρών και την περιουσία που πρέπει να συνοδεύει κάθε σωστή νύφη, όσο η ίδια, παρά τις συνεχείς αντίθετες υποδείξεις της μοίρας, πιστεύει ακόμα αφελώς επίμονα στο καλό των ανθρώπων.

Για αυτό και η Νταρντενική, αμιγώς προσωποκεντρική, προσέγγιση του Στεφάν Μπριζέ, ο οποίος κατάφερε να κάνει αισθητή την παρουσία του στο παγκόσμιο κινηματογραφικό κοινό δύο χρόνια πριν με τον «Νόμο της Αγοράς», όχι μόνο δεν είναι παράταιρη αλλά προσδίδει και μια καλοδεχούμενη μοντέρνα διάθεση στην ταινία, η οποία την κάνει και άμεση και επίκαιρη και μινιμαλιστική παρά το γεγονός ότι διαδραματίζεται σε μια εποχή που στο παρελθόν έχει αποτυπωθεί πολύ πιο πληθωρικά στο σινεμά, είτε αυτό αφορά την Μαντάμ Μποβαρί, είτε την Εφι Μπριστ, είτε κάποια ηρωίδα της Τζέιν Οστεν, όλες σύγχρονες της ηρωίδας του βιβλίου του Γκι Ντε Μοπασάν.

Κατά μία έννοια, ο Μπριζέ δεν ακολουθεί και πολύ διαφορετική οδό από ότι έκανε η Αντρεα Αρνολντ με τα «Ανεμοδαρμένα Υψη» της, επιλέγοντας (μέσα στο κάδρο που περιορίζεται, ομοίως με εκείνη την ταινία, από το λεγόμενο Academy Ratio) να εστιάσει μόνο σε ό,τι έχει πραγματικά σημασία, να αγνοήσει όλες τις υπόλοιπες παραμέτρους και να κοιτάξει πέρα από τα κοστούμια και τα κλισέ ενός δράματος εποχής. Για αυτό και αφηγείται όλη του την ταινία μέσα από τα μάτια της Ζαν, κάνει άλματα στον χρόνο ακoλουθώντας περισσότερο συναισθηματική παρά χρονολογική συνέχεια, αναφέρεται επιγραμματικά – ακαριαία, όπως και το σοκ της Ζαν – στα γεγονότα που καθόρισαν την ζωή της και έχει μία μόνιμη κίνηση στην κάμερα (ακόμα και τα στατικά πλάνα έχουν μια ελαφρά κινητικότητα λόγω χρήσης της κάμερας στο χέρι) που αποτυπώνει πέρα από κάθε αμφιβολία τον ταραγμένο εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας του.

Σε αντίθεση βέβαια με την Άντρεα Αρνολντ, ο Μπριζέ δεν ξεφεύγει ταυτόχρονα και από τον λεκτικό πλουραλισμό που αποτελεί γνώριμο χαρακτηριστικό ολόκληρου του γαλλικού κινηματογράφου. Η ταινία του πολλές φορές ξεχνιέται και αγνοεί την έννοια της σιωπής και της υπαινικτικότατης, παραδίδοντας την αφήγησή της σε μια ακατάσχετη φλυαρία που προσπαθεί να τονίσει το δράμα με τρόπο γλαφυρό και εν τέλει αποπροσανατολιστικό. Οσο ο Μπριζέ είναι συγκεντρωμένος στην αντίθεση μεταξύ των ιδανικών της Ζαν και σχεδόν ολόκληρης της υπόλοιπης ανδροκρατούμενης κοινωνίας, υποβοηθούμενος και από την ενθουσιώδη εκφραστικότητα της Κεμλά, καταφέρνει να διατηρήσει μια καυστική νηφαλιότητα που φέρνει τον θεατή αυτόματα στο πλευρό της ηρωίδας του. Οσο όμως σταδιακά παρασύρεται όλο και περισσότερο από το συσωρευτικό της δράμα, είναι όλο και πιο δύσκολο να διατηρήσει την ψυχραιμία του αλλά και να κρατήσει υπό έλεγχο τις ερμηνευτικές κορώνες της ηρωίδας του, οι οποίες, αν και φανερώνουν έκδηλο πάθος, υπερτονίζουν στοιχεία που ίσως είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο αν διατηρούσαν πιο χαμηλά τους τόνους.

Παρόλα αυτά, η συνεχής επιμονή του Μπριζέ να παραμένει στο πλάι της Ζαν σε όλη την (ίσως λίγο μεγαλύτερης από όσο πραγματικά θα χρειαζόταν) διάρκεια της ταινίας, προδίδει γνήσια διάθεση δημιουργίας ενός ακόμα πλήρους ανθρώπινου πορτρέτου, το οποίο, όπως και στον «Νόμο της Αγοράς», τοποθετεί έναν άνθρωπο απέναντι σε μια ολόκληρη κοινωνική δομή, παρακολουθώντας τις προσπάθειές του να παραμείνει συνεπής στον εαυτό του κόντρα στα χτυπήματα της μοίρας. Αν και στο τέλος, η συνεχής αλληλουχία των κακουχιών μπορεί να καταλήγει (ακούσια) ελαφρώς κωμική, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η «Ζωή μιας Γυναίκας» προσπαθεί να αφηγηθεί αναζωογονητικά και με μοντέρνα ματιά μια, επί της ουσίας, γνώριμη ιστορία εποχής.