«Oταν ήμουν μικρό παιδί, μπορούσα να κάνω ολόκληρες συζητήσεις με την γιαγιά μου χωρίς να ανοίγουμε το στόμα. Αυτό ονομάζεται “λάμψη”» εξηγεί ήδη νωρίς στην ταινία ο κύριος Χάλοραν, ο σεφ του ξενοδοχείου «Overlook», στον μικρό Ντάνι Τόρανς. Συνεχίζοντας, του εξηγεί ότι «όταν συμβαίνουν διάφορα πράγματα, αφήνουν κάποια ίχνη πίσω τους, σαν την μυρωδιά που αφήνει ένα καμένο τοστ. Iχνη που μόνο άνθρωποι που “λάμπουν” μπορούν να αντιληφθούν».
Ουσιαστικά, ο κύριος Χάλοραν δίνει στον Ντάνι ταχύρρυθμα μαθήματα επιβίωσης σε έναν κόσμο που έχει τους δικούς τους κανόνες, έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται τον τρόμο ως κάτι το φυσιολογικό και μια πραγματικότητα που διαχειρίζεται τον χρόνο με τρόπο διαφορετικό, χωρίς να αφήνει διεξόδους διαφυγής ή έστω λογικές εξηγήσεις για την φυσική των διεργασιών της.
Η υπόθεση είναι ήδη γνωστή στους περισσότερους κινηματογραφόφιλους. Ενας συγγραφέας καταφθάνει με την οικογένεια του σε ένα παλιό ξενοδοχείο στο Κολοράντο. Περίεργα οράματα εισβάλουν στο μυαλό του. Φαντάσματα του ξενοδοχείου θολώνουν την λογική του. Η τρέλα κυριεύει κάθε οικογενειακό του ένστικτο. Ο θάνατος μοιάζει η μόνη λύση για το τέλος της παράνοιας και το αιματηρό τέλος δείχνει να είναι και το μόνο ρεαλιστικό φινάλε για μια αφήγηση που αφορά την ίδια την φύση του κακού.
Η «Λάμψη» είναι η δημιουργική σύμπραξη της σκηνοθετικής ιδιοφυΐας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και της ανατριχιαστικής γραφής του Στίβεν Κινγκ (αν και ο τελευταίος ποτέ δεν αποδέχτηκε την ταινία ως κάτι που τιμούσε πραγματικά το βιβλίο του), η απόδειξη ότι ο τρόμος μπορεί να γίνει εξαιρετικά διεισδυτικός χωρίς να βασίζεται στην φρίκη των εικόνων του και, επιπλέον, η απαρχή αμέτρητων συνομωσιολογικών αφηγήσεων, οι οποίες ήθελαν την ταινία να αφορά είτε την γενοκτονία των Ινδιάνων, είτε το Ολοκαύτωμα, είτε την ομολογία του Κιούμπρικ ότι όντως σκηνοθέτησε τα περιβόητα πλάνα της πρώτης αμερικανικής επανδρωμένης προσελήνωσης.
Διαβάστε ακόμη: 37 λόγοι για τους οποίους η «Λάμψη» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ έμεινε δίκαια στην ιστορία
Από τα μυστικά του δωματίου 237 και τα τις τυπωμένες σελίδες που επαναλαμβάνουν εμμονικά την ίδια φράση μέχρι τους διαδρόμους που πλημμυρίζουν με αίμα και την φόρα ενός τσεκουριού που σκίζει την ξύλινη πόρτα για να αποκαλύψει την αποτρελαμένη ματιά ενός κυριευμένου από δολοφονικό μένος πατέρα, η «Λάμψη» βασίζεται στη δύναμη των εικόνων και τα μελετημένα κάδρα για να μεταδώσει υποβλητικά τον τρόμο της, εντυπώνοντας στη συλλογική μνήμη μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές τρόμου της κινηματογραφικής ιστορίας, αναγνωρίζοντας τόσο την ισχύ των ξαφνικών σοκ όσο και την αποτελεσματικότητα μιας μόνιμης αίσθησης της απειλής, η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο εφησυχασμού.
Είναι μια ταινία για την ερμηνευτική παράδοση στην τρέλα του Τζακ Νίκολσον, για τα μεγάλα μάτια της Σέλεϊ Ντιβάλ, για τις ατέρμονες βόλτες στους διαδρόμους του ξενοδοχείου «Overlook» με μοναδικό όχημα ένα παιδικό ποδήλατο και μια φωνή μέσα στο κεφάλι που περιγράφει φρικιαστικές εικόνες. Ακόμη περισσότερο όμως, η «Λάμψη» είναι ταινία για την δύναμη του σινεμά, για την επιβλητικότητα των μεγάλων σκηνοθετών και για τον ίδιο τον μύθο που, αναπόφευκτα, αφήνει πίσω του κάθε κομβική στιγμή στην ιστορία του μέσου.
Δεν χρειάζονται περισσότερα λόγια για μια ταινία που έτσι κι αλλιώς έχουν γραφτεί πολλά, είτε αυτό αφορά τις τεχνικές κινηματογράφησης που χρησιμοποιεί ο Κιούμπρικ για να δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση αποπροσανατολισμού στον θεατή, είτε τον τρόπο με τον οποίο μοντάζ, ερμηνείες και αυθάδεις αλλά μεγαλειώδεις σκηνοθετικές επιλογές συμπράττουν στην δημιουργία του τρόμου, είτε την ίδια την κληρονομιά του φιλμ που επηρέασε καταλυτικά την ίδια την κουλτούρα του κινηματογράφου.
Και αυτό γιατί η «Λάμψη» είναι μια ταινία που όταν κάποιος την βλέπει, την αισθάνεται, ένα φιλμ που τρομάζει αλλά προκαλεί και τον θαυμασμό, μια δημιουργία που προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη αλλά ξεπερνά το μέσο της για να αναδειχθεί ως ένα αναντίρρητο αριστούργημα της Τέχνης. Ακόμα και σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την πρώτη της προβολή, ακόμη μια απόδειξη της διαχρονικής της δύναμης.