I've got nothing to do today but smile. Η νέα ταινία του Μαρκ Γουεμπ, σκηνοθέτη των «Amazing Spider-man» αλλά και, πιο ταιριαστά εδώ, του «500 Μέρες με τη Σάμερ», εμπνέεται από το τραγούδι των Σάιμον και Γκαρφάνκελ, στην ιστορία της, αλλά κυρίως στο ύφος της: μοναχική μέσα σε μια πολυκατοικημένη πόλη, ρομαντική με μια μοντέρνα διάθεση, νοσταλγική σαν μια απογευματινή βόλτα.
Ο ήρωάς της είναι ο Τόμας, φέρελπις νεαρός συγγραφέας που μόλις έχει τελειώσει τις σπουδές του αλλά δεν ξέρει ακριβώς πώς να χειριστεί... το υπόλοιπο τής ζωής του. Ο πατέρας του (ο Πιρς Μπρόσναν σέξι ακόμα και χωρίς να κάνει τίποτα), είναι εκδότης κι αντιμετωπίζει τις φιλοδοξίες του γιου του με συγκατάβαση και κυνισμό. Η μητέρα του (η Σίνθια Νίξον σε μια μικρή αλλά παθιασμένη ερμηνεία), τέως καλλιτέχνης, πολεμά την κατάθλιψή της και κρατά τον Τόμας στη σφιχτή, μεταξωτή αγκαλιά της. Οι δυο τους δεν καταλαβαίνουν γιατί ο γιος τους εγκατέλειψε τη μεγαλοαστική σιγουριά τού Μανχάταν κι εγκαταστάθηκε στο Μπρούκλιν. Αλλά ο Τόμας δοκιμάζει.
Οταν, στην πολυκατοικία του, εγκατασταθεί ένας μυστηριώδης άντρας, ο W.F., συγγραφέας με σοφές απαντήσεις για τα πάντα και μια ιδιαίτερη αδυναμία στο αλκοόλ (ο Τζεφ Μπρίτζες γοητευτικός σαν τον Τζακ Κέρουακ εάν είχε ζήσει περισσότερο), ο Τόμας ελπίζει ότι βρήκε τον μέντορά του: όχι τόσο για την καριέρα του, όσο για την ερωτική του ζωή. Θέλει απεγνωσμένα τη ζουμερή Μίμι, μαζί διαβάζουν βιβλία κι ακούνε μουσικές, αλλά εκείνη τον βλέπει ως φίλο. Μόνο που η ζωή του Τόμας θ' αναστατωθεί ανεπιστρεπτί, όταν, όχι απλώς συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας του έχει ερωμένη, τη συναρπαστική Τζοχάνα (με χ), αλλά και ξεκινά μαζί της μια εκρηκτική σεξουαλική σχέση.
Γραμμένη από τον Αλαν Λεμπ, με ανάμεικτα διαπιστευτήρια, από το «Rock of Ages» μέχρι το χείριστο «Collateral Beauty», η ταινία βγάζει μάλλον τον καλύτερό του εαυτό στην πλοκή και στην ατμόσφαιρά της. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, αλλά γεμάτη ομορφιά και coolness. Εχει όλη την αναστάτωση τής νεότητας, όπου κάθε γωνιά κρύβει και μια έκπληξη, αλλά είναι σίγουρη για τον εαυτό της, τόσο ώστε να εναλλάσσει τακτικά τη μελαγχολία μ' ένα αιχμηρό χιούμορ, χωρίς ποτέ να χάνει το ρυθμό. Κι είναι γυρισμένη στη Νέα Υόρκη - την ομορφότερη πόλη, το κέντρο του κόσμου, όπως τακτικά δηλώνουν αυτάρεσκα οι ήρωές της - με τη μοναδικότητα και τη μαγεία του «Μανχάταν» τού Γούντι Αλεν, ένα αστικό τοπίο των ονείρων όπου μπορείς να πιστέψεις πως τα πάντα μπορούν να συμβούν, ή πως ό,τι κι αν συμβεί, μια βόλτα θα διώξει τη μελαγχολία.
Το φιλμ έχει τη δική του δόση επιτήδευσης, όλοι οι ήρωες είναι πανέμορφοι (ακόμα κι ο αδέξιος Τόμας σταδιακά βρίσκει το βηματισμό του), διαβασμένοι, υπέροχα ντυμένοι, κινούνται στο σύμπαν τής λογοτεχνίας, άρα στις σωστές στιγμές αποδίδουν ατάκες ή παραγράφους ολόκληρες από τα κατάλληλα μυθιστορήματα, τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτε απλό. Αυτή, ωστόσο, η στρατηγική επιμέλεια, δικαιολογείται σε μια ταινία ανάμεσα στην πραγματικότητα, αυτή του παλιότερου, κλασικού πια ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά και στη μυθοπλασία μιας κομψής, καλλιεργημένης πέννας, της οποίας πόνημα μπορεί να είναι κι ολόκληρη η αφήγηση, μαζί και με τις εύστοχες ανατροπές της.
Το «Αγόρι», πέρα από ύφος και αισθητική, είναι μια ιστορία ενηλικίωσης και γι' αυτό, παρά την επιτήδευσή της, γίνεται γρήγορα αγαπητή. Μια ταινία χαριτωμένη, τρυφερή και ρομαντική, για το καταστροφικό βάρος τής οικογένειας και την αδιάκοπη προσπάθεια να πάρει κανείς τον έλεγχο τής ζωής του. Και, μαζί, ένα μικρό φιλμ που παγιδεύει τη μεγάλη έκπληξη όποιου ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι δεν είναι πια «αγόρι», ότι μεγάλωσε, άθελά του, με την παιχνιδιάρικη ειρωνεία του «Πρωτάρη». Του οποίου, τι αστείο, το εμβληματικό τραγούδι δεν έγραψαν άλλοι, από τους Σάιμον και Γκαρφάνκελ.