Βασισμένο σε αληθινά περιστατικά, το «Η Μέρα της Επιστροφής Μου» αφηγείται την ιστορία του ερασιτέχνη ιστιοπλόου κι εφευρέτη Ντόναλντ Κρόουχερστ, ο οποίος το 1968 άφησε την οικογένειά του και τη μικρή παραλιακή βρετανική πόλη του Τίνμαουθ προκειμένου να συμμετάσχει σε έναν ριψοκίνδυνο διαγωνισμό που προκήρυξαν οι Sunday Times και να πραγματοποιήσει τον περίπλου της Γης, ολομόναχος και χωρίς στάσεις, πάνω σε ένα μικρό ιστιοφόρο δικού του σχεδιασμού.

Εκ πρώτης όψεως, και για όσους δεν γνωρίζουν πώς ακριβώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα, η περίπτωση του Κρόουχερστ μοιάζει με μια περιπέτεια επιβίωσης, στα χνάρια, ας πούμε, του εξαιρετικού «Ολα Χάθηκαν». Ομως αντί για τη θριαμβευτική ιστορία ενός ήρωα της διπλανής πόρτας, όπως άλλωστε βλέπουμε να προβάλλεται ο Κρόουχερστ από τα τοπικά media, η ταινία του Τζέιμς Μαρς (ικανότατος σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ όπως το «Man on a Wire», αλλά και της οσκαρικής «Θεωρίας των Πάντων») ξετυλίγει ακριβώς το αντίθετο: την τραγική περίπτωση ενός αντι-ήρωα, ο οποίος έπεσε θύμα μιας σειράς εσφαλμένων και επιπόλαιων δικών του αποφάσεων και υπολογισμών, για να βυθιστεί στη συνέχεια σε ένα ακόμα μεγαλύτερο αδιέξοδο χάρη στην ψυχολογική πίεση των ΜΜΕ και του κοινωνικού του περίγυρου.

Εχοντας θέσει ενέχυρο το σπίτι και την επιχείρησή του, ο Κρόουχερστ θα ξεκινήσει για ένα επικών διαστάσεων υπερωκεάνιο ταξίδι, άπειρος σε ανάλογα εγχειρήματα, ανέτοιμος και με ένα ημιτελές σκάφος, για να αναγκαστεί στην πορεία να σκαρφιστεί και να εγκλωβιστεί σε ένα θρασύτατο ψέμα προκειμένου να προστατεύσει την οικογένειά του και να αποφύγει τον εξευτελισμό, το οποίο όμως θα τον θέσει σε ολοένα και πιο σοβαρό κίνδυνο.

Η ακόμα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό αινιγματική ιστορία του Κρόουχερστ αποτελεί πρώτης τάξεως υλικό τόσο για μια συναρπαστική υδάτινη περιπέτεια όσο και για ένα δηκτικό σχόλιο πάνω στο ρόλο των media και την παγίδα της δημοσιότητας. Ωστόσο, ο ομολογουμένως ανέμπνευστος χειρισμός της, τόσο από τον Μαρς όσο και από τον σεναριογράφο Σκοτ Z. Μπερνς, μοιάζει να παραπαίει αβέβαια ανάμεσα στα δύο, μοιράζοντας τη δράση μεταξύ στεριάς και θάλασσας με τρόπο που αποδυναμώνει το όποιο σασπένς θα απαιτούσε η πρώτη, ενώ παράλληλα παραμένει μέχρι τέλους κατατονική, άτολμη και υπερβολικά καρτποσταλική για να μπορέσει να αρθρώσει με στιβαρότητα το δεύτερο. Προβληματικό παραμένει και το γεγονός ότι το φιλμ ουδέποτε προσφέρει μια ψυχολογικά αρκούντως πειστική αιτιολόγηση για την παράτολμη απόφαση του Κρόουχερστ που αποτέλεσε την αφετηρία για τα δεινά που ακολούθησαν.

Οι φιλότιμες προσπάθειες του Κόλιν Φερθ και της (μάλλον χαραμισμένης) Ρέιτσελ Βάις δεν είναι αρκετές για να δώσουν στην ταινία την απαιτούμενη βαρύτητα που νομίζει ότι διαθέτει. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο χαρακτήρας της Βάις ξεστομίζει σε μια σκηνή, λίγο πριν από το τέλος, όλα όσα θα έπρεπε να αποτελούν την καρδιά του φιλμ. Είναι κρίμα, όμως, που οι δημιουργοί του επέλεξαν να τα διατυπώσουν με τόσο διδακτικό και μελοδραματικό τρόπο, όταν πλέον είναι πολύ αργά.