Η Αμερικανίδα πράκτορας των Μυστικών Υπηρεσιών, Αμάντα Γουόλερ έχει αποφασίσει πως μόνο μια μυστικά συναρμολογημένη ομάδα από ανόμοια, ελεεινά άτομα, που δεν έχουν τίποτα να χάσουν, είναι αυτό που χρειάζεται. Όμως, όταν θα συνειδητοποιήσουν πως δεν επιλέχθηκαν για να επιτύχουν, αλλά εξαιτίας της εξόφθαλμης ενοχής τους, όταν τελικά θα αποτύχουν, μένει να δούμε πως θα αντιδράσουν. Θα λειτουργήσουν ως η Ομάδα Αυτοκτονίας, έτοιμοι να πεθάνουν προκειμένου να επιτύχουν ή θα αποφασίσουν, να πορευτούν ο καθένας για την πάρτη του;

Δεν μπορεί να περιγράψει κανείς καλύτερα το τι είναι το «Suicide Squad» από τον ίδιο τον πιο φαντεζί ηρωά του, τον Τζόκερ του Τζάρεντ Λέτο, ο οποίος εμφανίζεται πολύ νωρίς (και για πολύ λίγο) στην ταινία, βάση και κορυφή μαζί ενός σοβαροφανούς - πέραν του χαρτινου - οικοδομήματος, που για την επόμενη μιάμιση και παραπάνω ώρα θα αναλωθεί στο να συστήνει ξανά και ξανά τους ηρωές του, χωρίς ποτέ να τους τοποθετεί ουσιαστικά μέσα σε μια πλοκή, μέσα ένα δικό τους σύμπαν, μέσα στα πλαίσια που ορίζει η φύση τους ως «οι χειρότεροι των χειρότερων», εδώ στην πιο κόντρα αποστολή της ζωής τους.

Παίζοντας, σαν να προσπαθεί να υπερκαλύψει το βαρύ μακιγιάζ και το βλέμμα που το τραβούν ασυναίσθητα τα πράσινα μαλλιά του, ο Τζάρεντ Λέτο χάνει μεγαλειωδώς μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα τη σύγκριση με τους Τζόκερ που έμειναν στην ιστορία (εκείνον τον μανιακό του Χιθ Λέτζερ και εκείνον τον ντελιριακό του Τζακ Νίκολσον), όχι γιατί είναι πραγματικά «λίγος» μπροστά στο μύθο του ήρωα που υποδύεται (και το μύθο «της μεθόδου» που έχτισε και ο ίδιος) σαν ένα ρομπότ που απαγγέλει Σαίξπηρ, αλλά γιατί πριν από αυτό είναι τελείως λάθος ως concept: ένας θα-ήθελε-τρομακτικός-αντι-ήρωας μέσα σε ένα σύμπαν θα-ήθελαν-γενικά-αντι-ηρώων που εμφανίζεται και εξαφανίζεται σαν να μην έχει κανένα νόημα για την ταινία, τους θεατές, τον ίδιο τον κόσμο που υποτίθεται ότι απειλεί...

Ακριβώς δηλαδη ότι συμβαίνει με όλη την «Ομάδα Αυτοκτονίας», που στο χαρτί (πρωτοεμφανίστηκαν το 1959) είναι ο καθένας τους μια ζωντανή υπόσχεση, η οποία, ωστόσο, στα χέρια του Ντέιβιντ Αγιερ αργοσβήνει πάνω σε ένα άκακο, άνοστο, όχι πολύ «περιθωριακό», αλλά ούτε και πολύ «mainstream», γενικά σε ένα σχεδόν τίποτα σύνολο που φλερτάρει τόσο άγρια με το b-movie (όχι το καλό, το άλλο που γίνεται κατά λάθος) και το bad movie (όχι το καλό, το άλλο που γίνεται κατά λάθος) που προσπαθείς να κατανοήσεις αν κι αυτό είναι μια οδηγία της Warner, μαζί με εκείνη που απαγορεύει δια... ροπάλου (#diplhs) το χιούμορ, λες και αν οι διάλογοι ή αυτοί οι ήρωες ήταν λίγο πιο σπιρτόζικοι δεν θα τους έπαιρνε κανείς στα σοβαρά.

Αυτό συμβαίνει τώρα, καθώς κανείς τους δεν είναι και τόσο «κάθαρμα» όσο πρεσβεύουν οι απόρρητοι φάκελοί τους, όλοι είναι πληγωμένες ψυχές που φλέρταραν – τι κρίμα – με την σκοτεινή πλευρά της ζωής και στις σελίδες των κόμικ τους (είμαστε σίγουροι) είναι σαφώς πιο ενδιαφέροντες από ένα μάτσο βαρυποινίτες που, εντωμεταξύ, δεν διαθέτουν και καμία σοβαρή υπερδύναμη. Βάζοντας τους σε αξιολογική σειρά είναι σαφές ότι στην τελευταία θέση βρίσκεται η (πρέπει να το δεις για να το πιστέψεις) uber κιτς μάγισσα της Κάρα Ντελεβίν και στην πρώτη η Βαϊόλα Ντέιβις, η οποία – ναι, το ξέρουμε – δεν ανήκει στην «Ομάδα Αυτοκτονίας» αλλά είναι αυτή που έχει τον πιο (τουλάχιστον) έντονο ρόλο, άσχετα αν και αυτή παίζει σαν να είναι η Αναλίς Κίτινγκ σε ένα spin-off του «How to Get Away With Murder» όπου μετά το «With» μπορείτε να προσθέσετε ό,τι σας φωτίσει ο Θεός.

Πιο λίγοι από τη φήμη τους (και ως ηθοποιοί και ως ήρωες), ο Γουιλ Σμιθ προσπαθεί αλλά βαριέται, o Τζέι Χερνάντεζ κάτι πάει να πει ως El Diablo αλλά χάνει... φλόγες στο μεσοδιάστημα και η Μάργκο Ρόμπι είναι με διαφορά η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση ως Harley Quinn και σίγουρα η ηθοποιός που κουράστηκε περισσότερο να αναζητήσει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο κόμικ, το σέξι και το ποπ.

Χωρίς σενάριο, χωρίς φαντασία, χωρίς ενήλικη γραφή και – καλά – χωρίς ίχνος πολιτικής αιδούς (εν μέσω τρομοκρατικής απειλής σε όλον τον πλανήτη), το «Suicide Squad» είναι ακόμη ένα ανώφελο κεφάλαιο στο φιλμικό σύμπαν της DC Comics/Warner που κάνει τις ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν να μοιάζουν τουλάχιστον με αριστουργήματα του βωβού και τις ταινίες της Marvel με – αν μη τι άλλο – epic απολαυστικές (και ναι, διάολε, αστείες) ταινίες δράσης που τουλάχιστον αγαπούν και γνωρίζουν ακριβώς τι να κάνουν με τους ήρωες τους.

Μπορεί ο Ζακ Σνάιντερ να έχει χτίσει την καριέρα του πάνω στη σοβαροφάνεια και την χωρίς λόγο βαρυσήμαντη στιλάτη κινηματογράφηση των ηρώων του (είτε είναι υπερήρωες, είτε θα μπορούσαν), αλλά είναι σαφές πως στα χέρια του Ντέιβιντ Αγιερ (της φήμης του «Fury» και μόνο αυτής), το συγκεκριμένο οικοδόμημα μοιάζει αρχικά με το σαν να γύριζε ο Τζος Γουίντον τους «Αvengers» πριν δούμε τις ιστορίες των επί μέρους ηρώων και ταυτόχρονα με αψυχολόγητη πρόβα για μια ταινία που «θα μπορούσε».

Που θα... μπορούσε να ήταν λίγο βρώμικη, λίγο πιο σέξι, λίγο πιο σαρδόνια, πιο πανκ, πιο ακτιβιστικά επιθετική πάνω στη διαφορετικότητα του περιθωρίου, στην ευκαιρία που μπορεί να έχει ο κάθε άνθρωπος για να αλλάξει τη μοίρα του, στο αιώνιο ερώτημα αν η αγάπη μπορεί να δικαιώσει το έγκλημα (στην ίσως ωραιότερη σκηνή της ταινίας η Harley Quinn και ο Τζόκερ δοκιμάζουν τα όρια της τοξικής ένωσης), στη σημασία του να είσαι σημαντικός ενώ όλα γύρω σου σε θεωρούν ασήμαντο, στο αν μια ταινία που ονομάζεται «Ομάδα Αυτοκτονίας» έχει κάτι να πει για τα όρια ανάμεσα στη ζωή, το θάνατο, τις ταινίες της DC Comics που οφείλουν – for all time’s sake – να είναι καλύτερες από τη φήμη που έχουν δυστυχώς αποκτήσει μετά από τρεις (μία, δύο, η τρίτη είναι αυτη εδώ) επιτυχημένες εισπρακτικά μεν, αλλά «αυτοκτονικά» αδιάφορες ταινίες που δεν κόπιασαν να δικαιώσουν τη φήμη των ηρώων τους.