Στην καλύτερη παράδοση του ισπανικού αστυνομικού θρίλερ που μας έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα τα τελευταία χρόνια, ο Ροδρίγο Σορογκόγιεν ξετυλίγει έναν λαβυρινθώδη ιστό εγκλημάτων με φόντο την καυτή καλοκαιρινή Μαδρίτη του 2011 και θύματα ηλικιωμένες γυναίκες που βρίσκονται δολοφονημένες και βιασμένες με άγριο τρόπο. Καθώς η πόλη βρίσκεται σε αναβρασμό λόγω της επικείμενης επίσκεψης του Πάπα, ένα γεγονός που αν και παίζει δευτερεύοντα ρόλο σεναριακά, συνεισφέρει στην ενίσχυση ενός σχεδόν ντοκιμαντερίστικων επιρροών ρεαλισμού, η διαπίστωση ότι τα ειδεχθή αυτά εγκλήματα αποτελούν έργο του ίδιου σαδιστή και διαταραγμένου δολοφόνου ρίχνει βαριά τη σκιά της στην πανηγυρική ατμόσφαιρα.

Κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες έντονης πίεσης, δύο αστυνομικοί αναλαμβάνουν να ξεδιαλύνουν την υπόθεση: ο οξύθυμος και πληθωρικά μάτσο Αλφάρο, που αντιμετωπίζει προβλήματα στο Σώμα λόγω των βίαιων ξεσπασμάτων του, και ο μοναχικός και ιδιόρρυθμος Βελάρδε, ο οποίος ξεπερνά την καζούρα των συναδέλφων του για το έντονο τραύλισμά του μόνο και μόνο χάρη στις ιδιοφυείς τεχνικές του που του επιτρέπουν να ανακαλύπτει λεπτομέρειες που κανείς άλλος δεν θα είχε προσέξει. Το αταίριαστο δίδυμο αστυνομικών που αναγκάζονται –συχνά απρόθυμα– να συνεργαστούν, χαρακτηριστικό και ενίοτε κουρασμένο μοτίβο του είδους, βρίσκεται κι εδώ στο επίκεντρο, όμως η μεθοδικότητα του σεναρίου και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών Ρομπέρτο Αλαμο και Αντόνιο ντε λα Τόρε (τον οποίο γνωρίσαμε, μεταξύ άλλων, μέσα από εξίσου αξιόλογες ερμηνείες στο «Μικρό Νησί» και στην «Οργή Ενός Υπομονετικού Ανθρώπου») καταφέρνουν να τους δώσουν τρισδιάστατη υπόσταση, ανυψώνοντάς τους γρήγορα πολύ πέρα από τα στερεότυπα τα οποία υπηρετούν.

Στα χνάρια ταινιών όπως το «Zodiac» του Ντέιβιντ Φίντσερ και το «Memories of Murder» του Μπονγκ Τζουν-Χο, το «Κανείς Δεν Μπορεί να Μας Σώσει» δεν είναι ένα τυπικό police procedural, ένα συμβατικό whodunit ή το ανατριχιαστικό πορτρέτο ενός ακόμα serial killer. Είναι όλα αυτά μαζί, αλλά πολύ περισσότερο είναι μια ταινία για τον ύπουλο τρόπο που η βία εισχωρεί στο πετσί των ανθρώπων που αναγκάζονται να την αντιμετωπίσουν, στοιχειώνοντας ύπουλα την καθημερινότητά τους και διαβρώνοντας την προσωπική ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις τους.

Καθώς το ανθρωποκυνηγητό φτάνει στο αποκορύφωμά του και οι δύο ντετέκτιβ πλησιάζουν ολοένα και πιο κοντά στην αποκάλυψη της ταυτότητας του δολοφόνου, τα δικά τους προσωπεία άμυνας καταρρέουν παράλληλα με οδυνηρό και εκκωφαντικό τρόπο, αφήνοντάς τους πιο ευάλωτους από ποτέ στο έλεος των αδυναμιών και της σκοτεινής τους πλευράς. Αυτά τα σύνθετα πορτρέτα χαρακτήρων που ξεδιπλώνονται και τροφοδοτούνται από το ίδιο το θριλερικό σασπένς που ο Σορογκόγιεν χτίζει με αμείωτη ένταση και με μια διαρκή αίσθηση ανησυχίας ότι κάτι ακόμα πιο νοσηρό κρύβεται πίσω από κάθε νέα αποκάλυψη, αποτελούν και το μεγαλύτερο επίτευγμα της ταινίας του.

Αν και η δυσοίωνη ατμόσφαιρα που κυριαρχεί δεν μεταφράζεται ποτέ ακριβώς σε μια άμεση κοινωνική ή πολιτική αλληγορία, αποτελεί ξεκάθαρη ένδειξη μιας σύγχρονης κοινωνίας όπου η βία, η θλίψη και τα καταπιεσμένα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από κάθε πόρτα, πίσω από κάθε προσωπική ή επαγγελματική συναλλαγή, παραμονεύουν πάντα κάτω από την επιφάνεια, απειλώντας να εκραγούν ανά πάσα στιγμή και να δηλητηριάσουν τα πάντα.

Είναι, λοιπόν, ελαφρώς απογοητευτικό που ένα τόσο στιβαρό οικοδόμημα παρασύρεται σε ευκολίες, όταν στο τελευταίο μέρος της η ταινία αποκτά πλέον την οπτική του δολοφόνου επιχειρώντας να εξηγήσει τη συμπεριφορά του μέσα από τετριμμένες φροϋδικές ερμηνείες και θρησκευτικά ενοχικά συμπλέγματα, κι ακόμα περισσότερο στον προβληματικό επίλογο. Για μια τόσο συναρπαστική κατάβαση στην κόλαση, όμως, αξίζει κανείς να συγχωρέσει αυτή την ανώμαλη προσγείωση.