Ο Αδάμ επέζησε ως εκ θαύματος από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο οποίο η αγαπημένη του Βάσια και ο καλύτερος φίλος του, ο Καμίλ, έχασαν τη ζωή τους. Ο Αδάμ, ένας πολλά υποσχόμενος καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο, αποφασίζει να εγκαταλείψει την καριέρα του και να εργαστεί σε ένα σούπερ μάρκετ, αναζητώντας παρηγοριά από την απώλεια, στον ύπνο που έρχεται με μια παράλληλη ζωή και στη «Θεία Κωμωδία», που συνοδεύει την διαδρομή του στο δικό του επίγειο καθαρτήριο.

«Στου δρόμου της ζωής τη μέση, σε σκοτεινό βρέθηκα δάσος, γιατί το μονοπάτι το σωστό είχα μπλέξει». Μπορεί η ταινία του Λεχ Μαγέφσκι να ξεκινά με μια άλλη σειρά στίχων από την «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, πριν ακόμη πέσουν οι τίτλοι, πριν οι πρώτες εικόνες της αρχίζουν να κυλούν, αλλά αυτές οι πρώτες λέξεις της, περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο την κατάσταση του ήρωα όπως ράθυμα οι λεπτομέρειές της ξετυλίγονται στην οθόνη.

Ακολουθώντας την υφή των ονείρων ή των οραμάτων του ήρωα, που το διατρέχουν, το φιλμ χτίζει περισσότερο από μια ξεκάθαρη αφήγηση έναν ιστό από θεαματικές, συχνά πανέμορφα σουρεαλιστικές εικόνες τις οποίες αντιπαραβάλλει με επίκαιρα όπως αυτά από την πτώση ενός αεροπλάνου το 2010 στο Σμόλενσκ της Ρωσίας που στοίχισε την ζωή σε 95 άτομα ανάμεσα στα οποία και τον πρόεδρο της Πολωνίας Λεχ Καζίνσκι, ή μια σειρά από κατακλυσμιαίες πλημμύρες που που σάρωσαν την χώρα την ίδια χρονιά.

Ο συνδυασμός της απώλειάς, του θανάτου και της καταστροφής εντός κι εκτός της μυθοπλασίας της ταινίας προσγειώνει στην πραγματικότητα αυτή την κάθοδο του ήρωα στην δική του διαδρομή στην κόλαση προς αναζήτηση της «Βεατρίκης» του. Ομως αυτή η μελέτη της απώλειας και της διαχείρισης ενός τέτοιου τραύματος δεν κατορθώνει να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στο ονειρικό και το ρεαλιστικό που να της προσδίδει τον αντίκτυπο που θα της άξιζε.

Ο Μαγέφσκι προσπαθεί να επαναλάβει το εικαστικό επίτευγμα του «ο Μύλος κι ο Σταυρός» και υπάρχουν στιγμές που συνθέτει εικόνες μεγαλόπρεπης δύναμης όπως αυτή στην οποία ένα αλέτρι που τραβούν δυο βόδια οργώνει τον διάδρομο ενός σουπερμάρκετ, ή αυτής στην οποία καταρράκτες νερού πλημμυρίζουν έναν καθεδρικό ναό.

Ομως για κάθε μία τέτοια σχεδόν συγκλονιστική σκηνή, υπάρχουν αρκετές άλλες που βυθίζονται στην αμηχανία ή τον φιλοσοφικό διδακτισμό στις οποίες οι χαρακτήρες (συνήθως η θεία του ήρωα) απαγγέλουν εδάφια από τον Σενέκα, ή τον Χάιντεγκερ, ή ολόκληρα αποσπάσματα από το έργο του Δάντη στην ιταλική γλώσσα.

Οταν η φαντασία και η ποίηση παίρνουν το πάνω χέρι, η ταινία σε παρασύρει στον εικαστικά ερεθιστικό κόσμο της, όμως είναι σαφές πως το φιλμ επενδύει δυστυχώς ανισόρροπα στον πολύπλοκο ιστό των (συχνά θολών) ιδεών του απ’ ότι στην ευθύτητα και την δύναμη της κεντρικής προβληματικής του: την ενοχή της επιβίωσης, την συμφιλίωση με τον θάνατο και την μαύρη τρύπα της απώλειας.