Από τη μέρα που εμφανίζονται στον Σταύρο οι πρώτες ερωτικές ανησυχίες φουντώνει και η επιθυμία του να λέει ιστορίες με ένα δικό του, ανατρεπτικό, τρόπο. Οι ταραχώδεις, αλλά και ταυτόχρονα πολλά υποσχόμενες για την Ελλάδα, δεκαετίες του ‘60,’70 και ‘80 πυροδοτούν τη φαντασία του ασταμάτητα. Στο ταξίδι από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, για να κατακτήσει αυτά που ποθεί, θα σκαρφιστεί ιστορίες για αρχαίους μύθους, μακρινά ταξίδια και όμορφες γυναίκες. Οταν έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, θα κάνει τις ιστορίες του εικόνες, και θα ανακαλύψει τον εαυτό του.

Διαβάστε ακόμη: Ο «Νοτιάς» του Τάσου Μπουλμέτη από το Α μέχρι το Ω

Φαινομενικά, ο «Νοτιάς» μοιάζει με απόλυτη και φυσική συνέχεια της «Πολίτικης Κουζίνας», ένα ακόμη κομμάτι στη φιλμογραφία ενός σκηνοθέτη που αισθάνεται σίγουρος πως οι προσωπικές του ιστορίες αφορούν τους πάντες και την ίδια στιγμή νιώθει ότι γνωρίζει τον τρόπο για να το αποδείξει.

Ο «Νοτιάς» είναι κι αυτή μια ταινία φτιαγμένη από μνήμες, νοσταλγία, ερωτικά σκιρτήματα, ενήλικες που στέκονται αμήχανοι απέναντι στα παιδιά τους, μεγάλα όνειρα και ακόμη μεγαλύτερες αγάπες, ιστορίες και Ιστορίες που διανύουν παράλληλους βίους πάνω στις σελίδες της ελληνικής πατριδογνωσίας πριν σκάσουν στο πρόσωπο του θεατή σαν ρετρό πυροτεχνήματα και τον κάνουν να θυμηθεί, να νοσταλγήσει, να συγκινηθεί.

Μοιάζει, όμως, πολύ «εύκολο» να κατηγορήσεις για... συνταγή ένα σκηνοθέτη που η αμέσως προηγούμενη ταινία του έχει στον τίτλο της τη λέξη «Κουζίνα» και υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού σινεμά – αν και τη χωρίζουν ήδη περισσότερα από δέκα χρόνια από την εποχή που γέμιζε τις αίθουσες και πρόσφερε κοσμική συγκίνηση σε μια χώρα που δεν μπορούσε ούτε κατά διάνοια να φανταστεί τι θα ακολουθούσε.

Τα υλικά του «Νοτιά» είναι ίδια με αυτά της «Πολίτικης Κουζίνας»: αφήγηση βασισμένη πάνω σε αναμνήσεις, εναλλαγή δράματος και κωμωδίας, παραδόσεις και μύθοι που συναντούν το παρόν, ερωτισμός και ενηλικίωση, ειδικά οπτικά εφέ, ένα γλυκόπικρο ταξίδι στο παρελθόν ενός ανθρώπου και μιας ολόκληρης χώρας.

Αλλά ο «Νοτιάς» είναι μόνο φαινομενικά ίδιος με την «Πολίτικη Κουζίνα», αφού ο Μπουλμέτης χρησιμοποιεί εδώ αναλογίες δόσεων που η αυστηρότητα του άγραφου βιβλίου της... πολίτικης κουζίνας δεν θα επέτρεπε ποτέ.

Ο «Νοτιάς» είναι μια ιστορία ενηλικίωσης ενός αγοριού και μιας χώρας, ένα οδοιπορικό στις δεκαετίες που διαμόρφωσαν την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και έστρωσαν το χαλί για τη θριαμβευτική υποδοχή της σημερινής κρίσης, μια ωδή στην «παλιά» Αθήνα του ’60 και του ’70, ένα ερωτικό γράμμα στο σινεμά, μια, δύο ή και παραπάνω ιστορίες αγάπης, το ημερολόγιο ενός ανθρώπου που στροβιλίστηκε μέσα στις επιθυμίες των άλλων μέχρι να αποφασίσει να κάνει πραγματικότητα το δικό του μεγάλο ταξίδι.

Περισσότερο όμως απ’ όλα αυτά, ο «Νοτιάς» είναι μια ταινία για τους μύθους. Τους μύθους που μεταφέρονται σχεδόν αταβιστικά από τη μια γενιά στην άλλη μένοντας άθικτοι μέσα στους αιώνες. Τους μύθους που γεννιούνται στην εποχή μας ερήμην μας και τους οποίους αναγνωρίζουμε ως τέτοιους μόνο μετά από χρόνια και σε ασφαλή απόσταση από το παρόν. Τους μύθους που κατασκευάζουμε οι ίδιοι, όταν η πραγματικότητα είναι πια αφόρητη, η Ιστορία δεν έχει πια λύσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας και η φαντασία αφήνεται ελεύθερη να οργιάσει.

Μακριά από την πιο επικών και συχνά αχρείαστα μελοδραματικών διαστάσεων ερωτική ιστορία της «Πολίτικης Κουζίνας» και την υπερβάλλουσας νοσταλγίας απόσταση που έτσι κι αλλιώς δημιουργεί μια χαμένη πατρίδα, ο Μπουλμέτης τοποθετεί το σεναριακό και σκηνοθετικό του στιλ ακριβώς πάνω σε μια ιστορία που τους ταιριάζει, φτιάχνοντας με το «Νοτιά» μια ταινία ταυτόχρονα προσωπική και μυθική – διατηρώντας σε όλη τη διαρκειά της άριστη ισορροπία ανάμεσα στα δύο αυτά μεγέθη.

Οτιδήποτε συμβαίνει στο «Νοτιά» - απλό, απλοϊκό, μεγαλειώδες, συγκινησιακό - συμβαίνει πρωτίστως στο μυαλό του ήρωά του, είτε αυτό είναι τα εξαιρετικά και επίτηδες όχι τέλεια ειδικά εφέ με την Τροία και τις Σουλιώτισσες, είτε τα μυστικά που κρύβονται στη βιτρίνα με τις βαλίτσες στο κατάστημα του πατέρα του. Ολα όσα ζει, αισθάνεται και φαντασιώνεται ο Σταύρος μοιάζουν με παιχνίδια στα χέρια ενός παιδιού που δεν έχει καμία διάθεση να τα αφήσει αχρησιμοποίητα.

Το παιδί είναι ο Μπουλμέτης που – με την ελαφρότητα ενός λαϊκού άσματος - διασκεδάζει, θυμάται, χαριτολογεί, μελαγχολεί, νοσταλγεί, ερωτεύεται, καθώς στο μεγάλο χάρτη που άλλοι σημειώνουν τα ταξίδια τους, σημαδεύει τη συγχρονη ελληνική ιστορία φέρνοντας την αντιμέτωπη με το σήμερα χωρίς να ξεφεύγει από την κεντρική ιστορία του ήρωά του.

Με διάθεση παιχνιδιάρικη αλλά και σατιρική, ο «Νοτιάς» διασχίζει την Ελλάδα της Αννας - Μαρίας μέχρι την Ελλάδα του Ανδρέα Παπανδρέου, επικυρώνει το δέος των Ελλήνων για τον Ωνάση, κάνει χώρο ανάμεσα στα ντουμάνια των συγκεντρώσεων του Ρήγα Φεραίου, αποθεώνει τη Ζωζώ Σαπουντζάκη (και κυρίως το μύθο της) με μια υπέροχη σκηνή λίγο πριν το φινάλε και φτάνει μέχρι το Σούλι και την Τροία αναλογιζόμενος τι θα είχε συμβεί αν τα πράγματα δεν είχαν συμβεί έτσι όπως μας τα έμαθαν.

Οχι, ο «Νοτιάς» δεν είναι μια ταινία νοσταλγίας, ούτε μια ρετρολάγνα αναπόληση ενός ένδοξου παρελθόντος όπου η Ομόνοια ήταν στρογγυλή (και πανέμορφη), η μαμά χόρευε τανγκό (και μετάνιωνε που δεν ταξίδεψε ποτέ στην Αργεντινή), τα ανδρικά σλιπ ήταν Minerva (και σου έπεφταν λίγο μεγάλα), οι Πασοκτζήδες ονειρεύονταν την «αλλαγή» (και το πίστευαν), έξω από τα σινεμά οι νέοι τσακώνονταν για τον Γκοντάρ (κυρίως για τον Γκοντάρ) και στην κινηματογραφική λέσχη του πανεπιστήμιου Αθηνών ο ευρυγώνιος φακός είχε καταδικαστεί ως «δεξιός» (ίσως και να ήταν).

Ο «Νοτιάς» είναι μια μικρή, έξυπνη και δουλεμένη στην λεπτομέρεια ταινία που μιλάει - ναι, πολλές φορές με διάθεση να εξηγήσει τα αυτονόητα - για τη μεγάλη ανάγκη της Ιστορίας, για τους μύθους που δεν πρέπει να αλλάξουν, για τα ψέματα που είναι πιο αλήθινα από την πραγματικότητα, για όσα μπορούμε κάθε φορά να δούμε στο παρόν για το μέλλον. Μαζί και η επιβεβαίωση πως ο Τάσος Μπουλμέτης κάνει το δικό του σινεμά του δημιουργού – χωρίς ίχνος αλαζονίας από το ένδοξο δικό του παρελθόν, συνομιλώντας με ειλικρίνεια και τιμιότητα με τον θεατή σε ένα διαρκές συγκινησιακό debate του τι πέρασε και του τι έρχεται, τι θα έπρεπε να είχε γίνει διαφορετικά και τι θα έπρεπε να είχε αλλάξει.

Κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, ο «Νοτιάς» φυσάει από το παρόν προς το παρελθόν... Στη σωστή διεύθυνση ενός σινεμά φτιαγμένου από προσωπικές ιστορίες που αφορούν όλους και συγκινούν με εκείνο τον τρόπο που είναι πραγματικά δύσκολο να περιγράψεις με λέξεις, αρκεί όμως ότι για μιάμιση ώρα το ένιωσες χωρίς την παραμικρή ενοχή και σίγουρος πως δεν έφταιγε μόνο η υγρασία.


Δείτε ακόμη: