(Η κριτική δεν περιέχει spoilers, αν όμως επιθυμείτε να μη γνωρίζετε απολύτως τίποτα για την ταινία, επιστρέψτε στην κριτική αφού δείτε το φιλμ)

Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος προς την κινηματογραφική σύμπραξη των μεγαλύτερων υπερ-ηρώων της DC. Ο «Ανθρωπος από Ατσάλι» έκανε από την αρχή εμφανείς τις παθογένειες μιας αφηγηματικής προσέγγισης που χαρακτηριζόταν από μια πομπώδη γλώσσα αφήγησης που μετέτρεπε πολλές φορές τον ακραία σοβαρό τόνο σε παρωδία, μία «ηρωική» αντίληψη που στην πυρήνα της ουσιαστικά αμελούσε κρίσιμες παραμέτρους μιας ηθικής υπερ-ηρωικής persona (ποιος μπορεί να ξεχάσει την σοκαριστική αμέλεια της ταινίας απέναντι στις ανθρώπινες απώλειες;) και συνεχείς αντιφάσεις που αγνοούσαν κάθε λογική έννοια αφήγησης.

Το «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης» δυστυχώς επιβεβαίωσε τις όποιες ανησυχίες ενώ η «Ομάδα Αυτοκτονίας» απέτυχε στην ανατροπή του κλίματος, όσο κι αν επιχείρησε να εισάγει στο κινηματογραφικό σύμπαν της DC έναν αυτοαναφορικό, σαρκαστικό τόνο. Στο τέλος κάθε ταινίας, η αίσθηση που παρέμενε ήταν πως όποιες ενδιαφέρουσες ιδέες κι αν ξεχώριζαν μπροστά από την χαώδη αφήγηση (οι μεσσιανικές προεκτάσεις, το βάρος της κληρονομιάς της ταυτότητας ενός «ήρωα», οι απαραίτητοι σκοτεινοί συμβιβασμοί πίσω από την νίκη), τελικά θυσιάζονταν πάνω σε έναν υπέρμετρα ψηφιακό βωμό, όπου τα πάντα έμοιαζαν βαρύγδουπα όσο αποδεικνύονταν απελπιστικά κενά.

Μέχρι που ήρθε η «Wonder Woman» και το σύμπαν της DC βρήκε στην οπτική της Πάτι Τζένκινς και το πρόσωπο της Γκαλ Γκαντότ τους ανέλπιστους στυλοβάτες της, μακριά από κενούς macho ηρωισμούς και ξεπερασμένες εκφράσεις ανδρισμού. Η Γκαντότ με θαυμαστή φυσικότητα συνδύασε το χιούμορ και τις απαιτήσεις της δράσης δημιουργώντας με φρεσκάδα μια γνήσια ηρωίδα για την νέα εποχή και η ταινία, αν και σαφώς δεν ήταν τέλεια, υπονόησε για πρώτη φορά ότι τελικά ίσως η μάχη της DC να μην ήταν χαμένη.

Αυτή η μικρή ιστορική διαδρομή είναι απαραίτητη για να καταλάβει κανείς τις συνθήκες που οδήγησαν στην δημιουργία αυτής της «Justice League», της σύμπραξης ουσιαστικά επί της οθόνης των διασημότερων υπερ-ηρώων της DC, η οποία δεν ταλαιπωρήθηκε απλά από το βεβαρημένο παρελθόν των παραπάνω ταινιών αλλά και από την αντικατάσταση στην πορεία του Ζακ Σνάιντερ από τον Τζος Γουίντον (των «Εκδικητών» και του «Οι Εκδικητές: H Εποχή του Ultron»), με ό,τι αυτό μπορούσε να συνεπάγεται για το τελικό ύφος της ταινίας.

Και όντως, ο διχασμός που διακατέχει την τελική μορφή αυτής της «Justice League», ένας διχασμός που δεν οφείλεται απλά στις διαφορές των δύο δημιουργών αλλά και στις ριζικά διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των αρχικών ταινιών και της «Wonder Woman», είναι εμφανής από την πρώτη κιόλας στιγμή.

Από τη μια πλευρά, υπάρχει η πομπώδης ηρωική ματιά όπως την αντιλαμβάνεται ο Ζακ Σνάιντερ, σε όλη την slow-motion ψηφιακή της δόξα και με τις φωτογραφικές πόζες ηρώων μπροστά από πορφυρά, ψηφιακά σκηνικά να κάνουν όποτε είναι δυνατόν την εμφάνισή τους. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το ανάλαφρο χιούμορ του Τζος Γουίντον (ο οποίος τελικά λαμβάνει μόνο credit συν-σεναριογράφου) που επιχειρεί να ανακαλύψει στις ήσυχες στιγμές και τις αλληλεπιδράσεις των ηρώων εκείνα τα στοιχεία που δικαιολογούν τον χαρακτήρα και τις αποφάσεις τους, μακριά από σκηνές ηρωικού μεγαλείου και στυλιζαρισμένες μάχες.

Αυτές οι δύο παράμετροι δε συμβαδίζουν ποτέ αρμονικά και μάλιστα, κατά στιγμές, γίνεται φανερή η διαδικασία αναδιάρθρωσης στην οποία προχώρησε η ταινία ώστε να ενσωματώσει περισσότερο οργανικά αυτές τις δύο αντίρροπες δυνάμεις. Ειδικά το πρώτο μέρος της «Justice League», το οποίο επιχειρεί να εισάγει σταδιακά τους χαρακτήρες στην αφήγηση, αποτελείται ουσιαστικά από σκηνές σε τυχαία σειρά, χωρίς αίσθηση «χτισίματος» ή λογικής παράθεσης των γεγονότων, δίνοντας την αίσθηση «υπολειμμάτων» που αναγκαστικά έπρεπε να τοποθετηθούν σε μια κάποια σειρά.

Η συνέχεια (κυρίως μετά την μέση της ταινίας, όπου οι απαραίτητες συστάσεις έχουν ήδη γίνει και η αφήγηση οδεύει στη μεγάλη σύγκρουση με τον Στέπενγουλφ, έναν κακό που ποτέ δεν αναπτύσσεται πλήρως) είναι πιο στρωτή, πιο αφοσιωμένη σε μια μάχη που είναι όμορφα χορογραφημένη, με δημιουργική χρήση της υπερ-ηρωικής ομαδικότητας και χιούμορ που ευτυχώς δεν θυμίζει τελείως τους «Εκδικητές» αλλά φαντάζει περισσότερο ως φυσική συνέχεια του «Wonder Woman». Για την ακρίβεια, όλη η ταινία από ένα σημείο και μετά μοιάζει σαν λογική συνέχεια του «Wonder Woman», καθώς η Γκαλ Γκαντότ όχι απλά συμμετέχει στις περισσότερες σκηνές της ταινίας αλλά ουσιαστικά παρουσιάζεται συστηματικά από το φιλμ και ως η πραγματική ψυχή της ομάδας.

Μιας ομάδας που όντως προσφέρει έναν διασκεδαστικό Εζρα Μίλερ, έναν περισσότερο από ενθουσιώδη Τζέισον Μομόα και έναν αρκούντως μελαγχολικό Ρέι Φίσερ, δίπλα όμως στον Batman του Μπεν Αφλεκ που παραμένει σκοτεινός χωρίς βάθος αλλά και τον Superman του Χένρι Καβίλ (όχι, αυτό δεν είναι spoiler) ο οποίος κινείται διαδικαστικά στην δική του υποπλοκή, μαρτυρώντας μια ολόκληρη ιστορία που πιθανότατα χάθηκε στη διαδικασία των reshoots.

Γιατί είναι πολύ δύσκολο να θεωρήσει κανείς πως οι αποσπασματικές αφηγήσεις της ταινίας ήταν όντως επιλογή της αφήγησης. Στην «Justice League» υπάρχει σύνολο δυναμικών που παραμένουν ανεκμετάλλευτες, υπάρχουν πλοκές που επιλύονται αναίτια εύκολα, ακόμα και χαρακτήρες που δε δικαιολογούν καν την ύπαρξή τους ή απλά εμφανίζονται και εξαφανίζονται το ίδιο εύκολα από την πλοκή. Το δε παράδοξο είναι ότι ακριβώς εκεί που η ταινία αποκτάει αφηγηματική σιγουριά, αποκτά και αφηγηματική ασφάλεια, θυσιάζοντας όλες τις ενδιαφέρουσες προοπτικές που ήταν φανερές μέσα στις αρχικές της ατέλειες! Μακάρι να ξέραμε σε ποιο βαθμό παρέμεινε αλώβητο το αρχικό υλικό του Ζακ Σνάιντερ και πού ακριβώς επενέβη ο Γουίντον, όμως η αίσθηση ότι τελικά η ταινία χάθηκε ανάμεσα σε δύο δημιουργικά οράματα που δεν είχαν ακριβώς τον ίδιο προσανατολισμό, είναι παραπάνω από αισθητή.

Παρόλα αυτά, μερικά ξαφνικά υπερ-ηρωικά cameo δημιουργούν όντως φωνές ενθουσιασμού, οι σκηνές δράσεις προσφέρουν ικανοποιητική δόση αδρεναλίνης και κατά στιγμές αναζωογονητική φρεσκάδα (ειδικά η σκηνές των Αμαζόνων είναι χρυσάφι) ενώ οι αλληλεπιδράσεις των ηρώων είναι οργανικές, φυσικές, γνήσια αστείες. Απλά, στο τέλος, δεν υπάρχει δέος για αυτή τη μυθική ομάδα, ούτε η αίσθηση μεγαλείου που θα έπρεπε να την συνοδεύει.

Η «Justice League» είναι περισσότερο μια χαμένη ευκαιρία παρά μια ατελής ταινία, καθώς τα υπολείμματα των ιδεών του δίνουν υποσχέσεις ενός άλλου, σαφώς πιο περίπλοκου φιλμ. Ίσως στο μέλλον να ανακαλύψουμε αυτή την εκδοχή του, όμως προς το παρόν αυτό που απομένει είναι μια ασφαλής υπερ-ηρωική περιπέτεια που, ατυχώς, για να βρει τον ρυθμό της, απλά πλοηγείται στο αυτόματο πιλότο.

Σημείωση: Μείνετε μέχρι το τέλος των credits, οι δύο σκηνές που ακολουθούν όχι απλά προοικονομούν την συνέχεια αλλά αποτελούν και επιπλέον απόδειξη ότι ολόκληρες αφηγήσεις αφαιρέθηκαν μέσα από την ταινία.