Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας 59χρονος ξυλουργός ο οποίος έπειτα από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο θα πρέπει να σταματήσει να δουλεύει μέχρις ότου η καρδιά του γίνει ξανά πιο δυνατή. Η γιατρός του τον κρίνει ακατάλληλο για εργασία, όμως οι κοινωνικές υπηρεσίες του Νιούκαστλ όπου ζει θεωρούν ότι δεν δικαιούται το ανάλογο επίδομα, μα το επίδομα κάποιου που θα έπρεπε να ψάχνει για δουλειά.

Και κάπως έτσι ξεκινά η καφκική του σχεδόν οδύσσεια, που τον φέρνει αντιμέτωπο με υπαλλήλους που δεν μπορούν να δουν πέρα από τα κουτάκια που οφείλουν να συμπληρώσουν στις φόρμες τους, με ατέλειωτες ώρες αναμονής στο τηλέφωνο ακούγοντας ενοχλητική μουσική, με τον κόσμο του διαδικτύου και των υπολογιστών, ο οποίος έχει αντικαταστήσει το χαρτί και το μολύβι, στο οποίο ο Ντάνιελ έχει συνηθίσει.

Ο Λόουτς θα κινηματογραφήσει αυτή του τη διαδρομή, ενός περήφανου άντρα έτοιμου να ξαναρχίσει τη ζωή του στα γρανάζια ενός συστήματος που μοιάζει να μην έχει άλλο σκοπό από το να τσακίσει την περηφάνια και να μεταμορφώσει ένα ανθρώπινο πρόβλημα σε στατιστικές και αριθμούς, με χιούμορ αλλά και οργή, κάνοντάς σε κοινωνό της απόγνωσής του.

Ομως στην πορεία, και ειδικά όταν ο Μπλέικ θα γνωρίσει μια νεαρή ανύπαντρη μητέρα με δύο παιδιά που βρίσκεται κι αυτή σε μια ίδια, αν όχι χειρότερη θέση, το σενάριο του Λόουτς και του Πολ Λάβερτι θα γίνει σταδιακά όλο και και πιο κοινότοπο και μελοδραματικό, όλο και περισσότερο προφανές, καταγγελτικό, υπονομεύοντας τη δύναμή του.

Ο Λόουτς ξέρει να χτίζει εξαιρετικούς χαρακτήρες και να ανακαλύπτει ηθοποιούς που τους ενσαρκώνουν εκπληκτικά, όπως εδώ τον Ντέιβ Τζονς, έναν stand up κωμικό που δίνει μια θαυμάσια ερμηνεία, αλλά αυτή τη φορά ο πρωταγωνιστής του, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, μοιάζουν μάλλον με φερέφωνα ενός απόλυτα σημαντικού μηνύματος το οποίο, όμως, όταν επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, και με τόσο ηχηρό τρόπο, καπελώνει σχεδόν οτιδήποτε άλλο.

Διαβάστε ακόμη