Το 2016 τα «Λουλούδια» των Γιoν Γκαράνιο και Χοσέ Μαρί Γενάγα ήταν ίσως η πιο αναπάντεχη εισπρακτική και καλλιτεχνική κινηματογραφική επιτυχία στη χώρα μας, με το κοινό να συρρέει στις αίθουσες για ένα άγνωστο κισλοφσκικό δράμα χαρακτήρων που μιλούσε βασκικά. Δύο χρόνια μετά, η ίδια δημιουργική ομάδα επιστρέφει με τον «Γίγαντα», αυτή τη φορά, ωστόσο, ο συν-σεναριογράφος Αϊτόρ Αρεγκί ανέλαβε τη σκηνοθεσία μαζί με τον Γιον Γκαράνιο, ενώ ο Χοσέ Μαρί Γενάγα περιορίστηκε στο σενάριο και την παραγωγή. Αυτή δεν είναι η μόνη διαφορά ανάμεσα στις δύο ταινίες καθώς ο «Γίγαντας» είναι μια ολότελα διαφορετική και σίγουρα πολύ πιο φιλόδοξη (όχι μόνο σε επίπεδο παραγωγής) ταινία εποχής.

Εμπνευσμένη από την αληθινή ιστορία του Γίγαντα του Αλτσο, η οποία πήρε με το πέρασμα του χρόνου διαστάσεις μύθου στη χώρα των Βάσκων, η ταινία μας μεταφέρει στη βόρεια Ισπανία του 19ου αιώνα, λίγο πριν τον πρώτο Καρλικό Πόλεμο, όπως ονομάστηκε η πρώτη από τις τρεις εμφύλιες διαμάχες κατά τη δεκαετία του 1830 στη χώρα. Στην περιοχή του Αλτσο μεγαλώνουν δύο νεαρά αδέρφια, ο Μαρτιν κι ο Χοακίν, υπό την επίβλεψη του αγρότη πατέρα τους Αντόνιο. Όταν ο στρατός απαιτήσει τη συμμετοχή τουλάχιστον ενός από τα δύο αδέρφια στον πόλεμο, ο πατέρας θα πάρει την απόφαση να καταταγεί ο μεγαλύτερος Μάρτιν, προκαλώντας την σιωπηλή διαμαρτυρία και την πικρία του τελευταίου. Τα δύο αδέρφια θα δώσουν την αμοιβαία υπόσχεση να μείνουν αχώριστα και να δουλέψουν μαζί στα χωράφια του πατέρα τους, μετά την παύση των εχθροπραξιών, όμως, ο Μαρτίν δε θα επιστρέψει αμέσως στο πατρικό, αλλά θα περιπλανηθεί αναζητωντας εργασία στη χώρα των Βάσκων, και τρία χρόνια μετά θα γυρίσει στο χωριό του με σκοπό να ζητήσει χρήματα από τον πατέρα του για να πάει στην Αμερική. Τότε θα ανακαλύψει με έκπληξη και τρόμο ότι ο μικρός του αδερφός έχει αποκτήσει ανεξήγητα γιγαντιαίες διαστάσεις. Στον γιγαντισμό του Χοακίν ο Μαρτίν θα βρει την ευκαιρία για το γρήγορο κέρδος και την έξοδο από την οικονομική ανέχεια και με τη βοήθεια ενός ιμπρεσάριου θα μετατρέψει τον αδερφό του σε αξιοθέατο επί πληρωμή, πρώτα στην τριγύρω περιοχή και σταδιακά σε ολόκληρη τη χώρα και την υπόλοιπη Ευρώπη.

Από της εισαγωγή της ταινίας και τον αρχικό μονόλογο του Μαρτίν γίνεται σαφές ότι ο «Γίγαντας» θέλει να μιλήσει για την αλλαγή, αυτή τη σαρωτική κι ενδογενή δύναμη της ιστορίας να μεταλλάσσει και να ανατρέπει ζωές και δεδομένα, ακόμα κι όταν όλα φαίνονται και δείχνουν στάσιμα. Η οικογένεια Ελεϊζέγκι, απομονωμένη σε ένα απόμακρο ορεινό χωριό της χώρας των Βάσκων, θα βρεθεί μέσα στη δίνη των καταιγιστικών ιστορικών εξελίξεων μιας εποχής επαναστάσεων κι αυτοδιάθεσης των καταδυναστευμένων εθνοτικών μειονοτήτων. Τα δύο αδέρφια θα πληρώσουν το τίμημα της αλλαγής με το ίδιο τους το σώμα: ο ένας θα τραυματιστεί ανεπανόρθωτα στο χέρι κι ο άλλος θα δει το σώμα του να μεγαλώνει υπερφυσικά.

Ο συμβολισμός της ταινίας των Γκαράνιο και Αραγκί είναι σαφής, ειδικά αν σκεφτούμε την περιοχή, όπου διαδραματίζεται η ταινία και τη χώρα προέλευσής της. Η αυτόνομη κοινότητα των Βάσκων επί αιώνες ολόκληρους διεκδικεί την ανεξαρτησία της από την Ισπανία κι αυτοπροσδιοριζόταν κι εξακολουθεί να αυτοπροσδιορίζεται από τη μοναδικότητα της γλώσσας της, μιας γλώσσα που ακόμα και σήμερα θεωρείται από τους γλωσσολόγους ανάδελφη. Σε μια εποχή διόγκωσης των εθνικισμών που διαμόρφωσε τα έθνη κράτη και οδήγησε πολλές κοινότητες στον αγώνα για επανάσταση και ανεξαρτησία, ο γιγαντισμός του Χοακίν παίρνει πολιτικές και ιστορικές αλληγορικές διαστάσεις.

Εκτός όμως από την αλλαγή, ο «Γίγαντας» είναι και μια ταινία για τη διαφορετικότητα και την απροθυμία της κοινωνίας να αποδεχτεί και να εγκολπώσει οτιδήποτε ξεφεύγει από την κανονικότητα. Αυτό εμφαίνεται διπλά στην ταινία, τόσο με την ανάγκη του ενός αδερφού να εγκαταλείψει την πατρική εστία και την μάταιη τελικά λαχτάρα του να ταξιδέψει στην Αμερική, όσο (κυρίως) με την αντιμετώπιση του άλλου αδερφού ως ενός αξιοθέατου freak. Ο Χοακίν θα γίνει βορά στο αχόρταγο βλέμμα όχι μόνο των κατοίκων της περιοχής, αλλά και διεθνώς, θα “μελετηθεί” επιστημονικά από γιατρούς και θα απασχολήσει ακόμα και τη βασίλισσα της Ισπανίας, η οποία θα ενδιαφερθεί για όλα τα σημεία της ανατομίας του Γίγαντα σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές και αξιομνημόνευτες σκηνές της ταινίας. Εκεί μάλιστα όταν η βασίλισσα θα ρωτήσει γιατί δε μιλάει καθόλου αυτός ο γίγαντας κι αν είναι μουγκός, θα λάβει την απάντηση ότι όχι, απλώς είναι Βάσκος.

Η φιλοδοξία των Γκαράνιο και Αραγκί να δημιουργήσουν ένα τόσο πολυεπίπεδο και αλληγορικό σχόλιο για την ιστορία του τόπου τους και για τη διαχρονική τελικά κοινωνία του θεάματος οδηγεί την ταινία στον αφηγηματικό κατακερματισμό και την επεισοδιακότητα, ειδικά στο δεύτερο μέρος του μεγάλου ταξιδιού και της περιοδείας των δύο αδερφών σε πλατείες, παλάτια και βασιλικές αυλές, αυτός ο «Γίγαντας» ωστόσο εντυπωσιάζει με την αρτιότητα της παραγωγής και τη στιβαρότητα του δράματος, ενώ η διεύθυνση φωτογραφίας του Χαβιέρ Αγκίρε αναδεικνύει την ομορφιά του βασκικού τοπίου και απογειώνεται με εσωτερικά πλάνα που παραπέμπουν εικαστικά σε πίνακες ζωγραφικής της περιόδου.

Τα δέκα βραβεία Γκόγια που απέσπασε η ταινία στην Ισπανία (τα περισσότερα στις τεχνικές κατηγορίες) επιβεβαιώνουν το υψηλό επίπεδο της κινηματογράφησης, αυτός που κλέβει ωστόσο την παράσταση είναι σίγουρα ο ίδιος ο γίγαντας και ο Ενέκο Σαγκαρντόι που τον υποδύεται. Οι δημιουργοί μάλιστα δεν επέλεξαν για το ρόλο κάποιον αντίστοιχων σωματικών διαστάσεων ηθοποιό, αλλά φρόντισαν με διάφορα σκηνοθετικά τρικ και μια προσεκτικά μελετημένη πλανοθεσία να «διογκώσουν» τον πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό, ο οποίος καταφέρνει να μεταδώσει πλήρως την λαβωμένη ευαισθησία πίσω από το θεόρατο μέγεθος. Είναι αυτή η ανάγκη για αποδοχή και ανθρωπιά στο βλέμμα του καλοκάγαθου γίγαντα που μένει στη μνήμη του θεατή, όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Διαβάστε ακόμη: «Ενας "Γίγαντας" θέλει ψυχή, όχι μόνο ψηφιακά εφέ!»: Ο Γιον Γκαράνιο μιλάει στο Flix