Οταν κυκλοφόρησε στις αίθουσες το «Ghostbusters Legacy», ένα αρκετά διασκεδαστικό και γεμάτο νοσταλγία reboot, είχαμε γράψει πως «ενδίδοντας στην εμμονή να παρουσιάσει μια ολόκληρη δεκαετία ταινιών σε μια νέα γενιά, μένει περισσότερο με τα φαντάσματα του παρελθόντος αντί να τα ξορκίσει, όπως θα έκανε ένας σωστός Ghostbuster, και να κοιτάξει και λίγο το μέλλον. Ισως σε ένα... σίκουελ;»

Τρία χρόνια αργότερα έρχεται εκείνο το σίκουελ που περιμέναμε και ελπίζαμε πως θα δώσει σε αυτή την κληρονομία των Ghostbusters μια νέα και καλύτερη (μετά θάνατον) ζωή. Μόνο που αυτή την φορά η σειρά όχι μόνο δεν κοιτά το μέλλον, όπως ελπίζαμε τότε, αλλά κάνει και βήματα πίσω με μια ανέμπνευστη ταινία η οποία ποτέ δεν τιμά τις ιστορίες και τους χαρακτήρες της (παλιούς και καινούργιους). Να που και η κόλαση τελικά πάγωσε και άφησε ένα ολόκληρο franchise και τους φανς του να έχουν κολλήσει για τα καλά στο καθαρτήριο.

Η οικογένεια Σπένγκλερ επιστρέφει εκεί όπου ξεκίνησαν όλα – στον χαρακτηριστικό πυροσβεστικό σταθμό της Νέας Υόρκης – για να συνεργαστεί με τους αυθεντικούς Ghostbusters, που έχουν δημιουργήσει ένα άκρως απόρρητο εργαστήριο ώστε να «απογειώσουν» την επιχείρηση κυνηγιού φαντασμάτων. Οταν, όμως, βρίσκουν ένα αρχαίο αντικείμενο που απελευθερώνει διαβολική δύναμη, νέοι και παλιοί Ghostbusters συνεργάζονται για να προστατέψουν την πόλη τους και να σώσουν τον κόσμο από μια δεύτερη Εποχή του Πάγου.

Ας ξεκαθαρίσουμε λίγο κάτι από την αρχή. Οι δημιουργοί της ταινίας, ο Τζιλ Κέναν, ο οποίος από σεναριογράφος της πρώτης έχει αναλάβει εδώ τη σκηνοθεσία, και ο Τζέισον Ράιτμαν, ο οποίος από τη σκηνοθεσία της πρώτης ασχολείται μόνο με το σενάριο εδώ, φαίνεται πως είχαν καλές προθέσεις. Μόνο που αυτές χάνονται μέσα σε μια μάλλον μπερδεμένη πλοκή την οποία δεν σταματούν να γεμίζουν από χαρακτήρες και αχρείαστες συνδέσεις που ποτέ δεν ικανοποιούνται σε εκείνο το βαθμό που θα τις έκανε τουλάχιστον ενδιαφέρουσες.

Η ταινία ξεκινά αρκετά δυνατά, και ίσως το πρώτο μισάωρο να είναι και το πιο διασκεδαστικό της κομμάτι. Εκεί όπου, πέρα από την απόκοσμα ατμοσφαιρική εισαγωγή στο παρελθόν, η ταινία μας μεταφέρει από την ειδυλλιακή, αλλά περιοριστική, κωμόπολη της πρώτης ταινίας, στους γνώριμους και γεμάτους δράση δρόμους της Νέας Υόρκης, κάτι που διεγείρει αμέσως τις αισθήσεις όσων αγάπησαν τις ταινίες του '80 και μοιάζει να κάνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εκεί, σε αυτούς τους δρόμους και μέσα από ένα διασκεδαστικό κυνηγητό φαντασμάτων, ο Κέναν τους χρησιμοποιεί για να αποκαταστήσει τη δυναμική της οικογένειας Σπένγκλερ και να μας τους επανασυστήσει, με έξυπνους διαλόγους και αρκετό χιούμορ.

Μόνο που από εκείνο το σημείο και μετά το σενάριο αρχίζει να φουσκώνει ανεξέλεγκτα, λες και οι Ράιτμαν και Κέναν πετούσαν ιδέες και απλώς τις έβαζαν στην πλοκή χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Και εσύ, καθώς προσπαθείς να βάλεις όλα όσα βλέπεις να εξελίσσονται μπροστά σου σε μια σειρά, νιώθεις να χάνεσαι μέσα στις πληροφορίες και στους χαρακτήρες που προστίθενται συνέχεια χωρίς κανένα νόημα (ακόμα και αυτοί από το Legacy που δεν χρειάζονταν καν να υπάρχουν εδώ), αφήνοντάς τους έρμαια των καταστάσεων. Μοιάζει σαν μια πράξη απόγνωσης από τους Ράιτμαν και Κέναν προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τόσο τους καινούργιους όσο και τους παλιούς φανς, χάνοντας όμως έτσι την ουσία – το ότι πρέπει πρώτα από όλα να εξυπηρετήσουν την ίδια την ιστορία και τους ήρωές της που μοιάζουν χαμένοι μέσα σε όλα αυτά. Και καταλήγουν να μην σέβονται, τελικά, ούτε το κοινό που προσπαθούν να υπηρετήσουν.

Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα από ιδέες μπλέκονται και οι παλιοί Ghostubsters: ναι μεν είναι υπέροχο το να βλέπεις τους Μπιλ Μάρεϊ, Νταν Ακροϊντ, Ερνι Χάντσον και Ανι Ποτς ξανά μαζί και με στολή, δεν τους δίνεται όμως αρκετός χρόνος για να δημιουργήσουν εκείνη τη χαμένη φλόγα για να σε ξεπαγώσουν από την όποια βαρεμάρα. Από την άλλη ο Κουμάιλ Ναντζιάνι θα μπορούσε να χτυπήσει τις σωστές κωμικές χορδές, το οποίο καταφέρνει σε μικρές δόσεις, αλλά ακόμα και το χιούμορ της ταινίας είναι hit or miss.

Δεν είναι όλα τόσο ζοφερά όσο ακούγονται. Η χημεία μεταξύ των ηθοποιών υπάρχει, όταν τους δίνεται η ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν σωστά και να δημιουργήσουν κάποιες καλές κωμικές αλλά και δραματικές στιγμές, και μερικά φαντάσματα είναι εντυπωσιακά, αλλά δυστυχώς δεν είναι αρκετά για να την ανεβάσουν πάνω από τη μετριότητα.

Το «Ghostbusters: Η Αυτοκρατορία του Πάγου» μοιάζει, όπως και τόσες άλλες χολιγουντιανές αναβιώσεις των τελευταίων χρόνων, να είναι γεμάτο από τα φαντάσματα του παρελθόντος, κούφιες ιδέες και γνώριμα πρόσωπα που απλώς έχουν ως στόχο να χτυπήσουν πάνω στην ανάγκη σου για εκείνη την γλυκιά αίσθηση της νοσταλγίας και το μόνο που καταφέρνουν είναι να σε κάνουν να τις αποκληρώσεις μια και καλή.