Το «Παιχνίδι με τη Φωτιά» είναι βασισμένο σε ένα διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο New Yorker το 1992 με τον τίτλο «Barn Burning». Σε αυτό ένας άντρας συναντά ξανά μετά από χρόνια μια κοπέλα από το παρελθόν του και τον καινούριο της φίλο. Οταν μετά από ένα τσιγαριλίκι εκείνη θα αποκοιμηθεί, ο φίλος της θα εξομολογηθεί στον ήρωα ότι έχει μια ενδιαφέρουσα συνήθεια: περίπου κάθε δύο μήνες, βάζει φωτιά σε έναν στάβλο και τον κοιτάζει να καίγεται, φροντίζοντας να μην προξενήσει κακό σε κανέναν άνθρωπο ή ζώο.

Αυτή η σκηνή υπάρχει σχεδόν αυτούσια στην ταινία του Λι Τσανγκ-ντονγκ, όμως πριν φτάσουμε ως εκεί έχει προηγηθεί μια σχεδόν ώρα, στην οποία οι τρεις βασικοί ήρωες έχουν ήδη χτίσει μια παράδοξη σχέση και τουλάχιστον για έναν από αυτούς μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα κάτι για τον κόσμο του και το παρελθόν του. Αντίθετα από τους άλλους δύο.

Ο Γιονγκσού και η Χαέμι κατάγονται από την ίδια πόλη και γνωρίζονται από μικροί αν και σύμφωνα με την Χαέμι οι μόνες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει στο σχολείο ήταν όταν ο Γιονγκσου της είχε πει πόσο άσχημη είναι. Τώρα έχει μεγαλώσει, έχει κάνει πλαστικές, μαθαίνει παντομίμα (μπορεί να προσποιηθεί ότι τρώει ένα μανταρίνι με τρόπο που σε κάνει να το νιώθεις στο στόμα σου), και δουλεύει ως μοντέλο σε προωθητικές ενέργειες καταστημάτων. Εκείνη θα αναγνωρίσει μια μέρα τον Γιονγκσού, θα τον καλέσει για ποτά και αργότερα θα κάνουν σεξ στο μικροσκοπικό διαμέρισμά της. Μόνο που πριν η σχέση τους προχωρήσει θα του εξηγήσει ότι φεύγει για ένα ταξίδι στην Κένυα και θα του ζητήσει να ταΐζει την γάτα της όσο θα λείπει.

Οσο εκείνη είναι απούσα ο Γιονγκσου θα επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι στην επαρχία φροντίζοντας το κτήμα όσο ο πατέρας του περιμένει να δικαστεί για την επίθεση του σε έναν δημόσιο υπάλληλο και θα επισκέπτεται το σπίτι της Χαέμι για να ταΐζει την γάτα. Την οποία δεν θα δει ποτέ όλο αυτό τον καιρό, ακόμη κι αν κάθε φορά που την επισκέπτεται θα βρίσκει το πιάτο της άδειο και αποδείξεις για την υπαρξή της στην άμμο της. Κι όταν η Χαέμι θα του τηλεφωνήσει ότι επιστρέφει θα ανακαλύψει στο αεροδρόμιο ότι έχει έναν καινούριο φίλο, τον όμορφο και πλούσιο Μπεν που γνώρισε στο ταξίδι της. Και η πηγή των χρημάτων του Μπεν όπως και η φύση της σχέσης του με την Χαέμι θα παραμείνει σκοτεινή, σπρώχνοντας τον Γιονγκσου αλλά κι εμάς στο να αμφισβητούμε σχεδόν τα πάντα απ΄ όσα ακούμε και βλέπουμε.

Πόσες από τις ιστορίες της Χαέμι είναι αληθινές; Υπάρχει όντως ο γάτος της, ή τα ζώα απαγορεύονται στην πολυκατοικία της όπως λέει η σπιτονοικοκυρά της; Κι ο Μπεν καίει στ’ αλήθεια θερμοκήπια όπως εξομολογείται στον Γιονγκσού; Ολα αυτά τα ερωτήματα κι ακόμη περισσότερα, θα πάρουν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις όταν η Χαέμι πάψει να απαντά στο τηλέφωνό της κι ούτε εκείνος, ούτε κι ο Μπεν κατά την δική του παραδοχή μπορεί να την βρει.

Ο Λι Τσανγκ-ντονγκ ξετυλίγει την ιστορία του με έναν ρυθμό που μπορεί να μοιάζει ράθυμος μα κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, προσαρμόζοντας το ύφος της ταινίας του με τον τρόπο που ένας χαμαιλέοντας αλλάζει το χρώμα του δέρματός του. Αρχικά παρακολουθείς μια ρομαντική ιστορία, μετά ένα φιλμ για ένα ερωτικό τρίγωνο, στη συνέχεια μια μυστηριώδη αναζήτηση και τελικά ένα ψυχολογικό θρίλερ. Μα αυτό που μένει σταθερό στην διάρκεια αυτής της συναρπαστικής αφηγηματικής και συναισθηματικής διαδρομής, είναι η αβεβαιότητα στην οποία το φιλμ σε κρατά βυθισμένο και η πολυπλοκότητα των θεματικών του, η υπαρξιακή του βαθύτητα, η σαγηνευτική θαμπάδα των προθέσεων και των πιθανοτήτων στις οποίες ανοίγεται. Από τον έρωτα και τις οικογενειακές σχέσεις, την ταξική αντιπαλότητα, την πολωμένη δυναμική των εχόντων και των μη εχόντων, το παιχνίδι των ταυτοτήτων και της αληθινής μας φύσης, το «Παιχνίδι με τη Φωτιά» δοκιμάζει να ξετυλίξει μερικά από τα κουβάρια που συνθέτουν τον τυλιγμένο σε ένα μυστήριο γρίφο που ονομάζουμε ύπαρξη και τον αχανή, φασματικό κόσμο των επιθυμιών, των μυστικών, των ονείρων, των θέλω, των ενστίκτων που αναπνέει κάτω από την επιφάνεια της καθημερινότητας.

«Για μένα η ζωή είναι ένα μυστήριο» λέει κάποια στιγμή ο Γιονγκσου σε μια διαπίστωση που αν σταθείς να την αναλύσεις δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις απόλυτα. Τον περισσότερο καιρό, για τους περισσότερους από εμάς, η ζωή μοιάζει σαν ένα τεράστιο σώμα νερού πάνω στο οποίο επιπλέουμε χωρίς σαφή εικόνα της θέσης μας, του μεγέθους, ή του βάθος του. Και είναι μόνο μέσα από την τέχνη και μέσα από ταινίες όπως αυτή που μπορείς, σαν με ένα γυαλί, να κοιτάξεις κλεφτά τις σκιές και τα σχήματα που βρίσκονται στο βυθό του. Και οι εικόνες που θα δεις, δεν μπορούν παρά να σε μαγέψουν.