Aρκετά χρόνια μετά τον τραγικό θάνατο της μικρής τους κόρης, ένας κουκλοποιός και η σύζυγος του καλωσορίζουν στο σπίτι τους, μια καλόγρια και μια ομάδα κοριτσιών από ένα κατεστραμμένο ορφανοτροφείο της περιοχής. Σύντομα θα γίνουν ο στόχος της δαιμονισμένης δημιουργίας του κουκλοποιού, της Aναμπελ.

Εχοντας κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά στο «The Conjuring» και κερδίσει την θέση της στο παράπλευρο σύμπαν του πετυχημένου horror franchise με μια πρώτη ταινία, η δαιμονική κούκλα Αναμπελ, επιστρέφει με μια συνέχεια, που μας γυρίζει πίσω στις πρώτες μέρες της δράσης της. Με άλλα λόγια το φιλμ του Ντέιβιντ Φ Σάντμπεργκ είναι ένα με κάποιο τρόπο ένα origin story που θέλει να πιάσει την ιστορία από την αρχή και να εξηγήσει πως η Αναμπελ απέκτησε την μάλλον κακή συνήθεια να κλέβει ψυχές.

Και έτσι θα πάμε πίσω στον «πατέρα» της, στην δεκαετία του πενήντα και στην αρχή ήδη του φιλμ θα δούμε την «γέννηση» της Αναμπελ, ως πρώτη από μια σειρά χειροποίητες κούκλες που είναι έτοιμες προς παράδοση στο παιχνιδάδικο της περιοχής. Ομως η τραγωδία θα χτυπήσει την οικογένεια του δημιουργού της και η κούκλα θα μείνει μόνη στο δωμάτιο της νεκρής κόρης του ζευγαριού (την οποία φυσικά έλεγαν Αναμπελ), η οποία προφανώς δεν είχε μάθει να μοιράζεται τα παιχνίδια της. Κι όταν μια ομάδα από ορφανά θα φιλοξενηθεί στο σπίτι με την προϋπόθεση να μην ανοίξουν την κλειδωμένη πόρτα της νεκρής Αναμπελ, ξέρεις ότι το δαιμονικό γλέντι μπορεί να ξεκινήσει. Και τα ματάκια της κούκλας θα πεταρίσουν όχι ακριβώς με νάζι.

Αν υπήρχε κάτι κοινό ανάμεσα στην πρώτη ταινία της σειράς, «Annabelle» και του «Μη Σβήσεις το Φως» του προηγούμενου φιλμ του Σαντμπεργκ, τότε αυτό δεν ήταν άλλο από την «τεμπελιά» που διέκρινε και τα δυο φιλμ, την αίσθηση μιας σειράς από κλισέ που επαναλαμβάνονται προορισμένα να λειτουργήσουν μόνο σε ένα κοινό που είναι αποφασισμένο να τρομάξει μπαίνοντας στην αίθουσα.

Ετσι οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι το «Annabelle: Creation» είναι αναμφίβολα πιο ευρηματικό στους τρόπους που πετυχαίνει τα «μπου» του και κατορθώνει να χτίσει πετυχημένα μια ατμοσφαιρική απειλή και μια εικονογραφία γοτθικού τρόμου, από μια ιστορία κι έναν δαίμονα που μεταξύ μας δεν μπορείς να πάρεις και πολύ στα σοβαρά. Κι αν το σενάριο δεν ήταν όσο τυπικό περιμένεις από ένα franchise που πιστεύει ακράδαντα ότι «αν κάτι δουλεύει γιατί να το αλλάξεις;» πιθανότατα το φιλμ να διεκδικούσε με μεγαλύτερες αξιώσεις μια θέση ανάμεσα σε εκείνες τις ταινίες τρόμου που δεν ξεχνάς όταν η τρομάρα σταματήσει