Ενας σεισμός προκαλεί την ανάδυση ενός νησιού στην θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στη Ρόδο και την Τουρκία. Αμέσως, ελληνικά και τουρκικά στρατεύματα καταφτάνουν στο νησί για να το καταλάβουν. Ενα ρήγμα ακριβώς στη μέση του θα οριοθετήσει τα δύο κομμάτια που ανήκουν στην κάθε χώρα, ενώ μια Ελληνίδα σεισμολόγος καταφτάνει για να μελετήσει το φαινόμενο, μια Τουρκάλα αξιωματικός δείχνει να έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με την ελληνική πλευρά και μια κότα γίνεται το... γεύμα της έριδος ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Πριν βιαστείτε να αναφωνήσετε «τι ωραία ιδέα», σκεφτείτε την τελευταία φορά που κάποια ελληνική εμπορική κωμωδία υπήρξε κάτι περισσότερο από μια «ιδέα» ή κάτι περισσότερο από μια ιδέα που απλά γκρεμίστηκε με μαθηματική ακρίβεια κάτω από το βάρος της προχειρότητας, των κλισέ, των σεξιστικών (μη) αστείων, της έλλειψης ακόμη και ίχνους κωμικού timing και μιας (ας την πούμε έτσι) συνταγής που χρόνο με το χρόνο αντί να γίνεται καλύτερη, χειροτερεύει και χειροτερεύει.

Μετά την επέλαση των (πιο φτηνών και από ρούχα στα καλάθια ριμέικ των παλιών ελληνικών κωμωδιών, τύπου οι «Γαμπροί της Ευτυχίας» και ο «Θησαυρός» αλλά και των αλλεπάλληλων - δεν τα ζήτησε πραγματικά κανείς - «Bachelor», θα πίστευε κανείς πως οτιδήποτε νέο θα δούμε σε εμπορική κωμωδία στις αίθουσες θα ήταν (δεν είναι δα και δύσκολο) μια σκάλα παραπάνω. Ειδικά όταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε το «Αιγαίο SOS» μπορεί να παινεύεται διαχρονικα για μερικές από τις πιο καλές στιγμές της συγχρονης ελληνικής κωμωδίας - ακόμη και στην πιο ανεκπαίδευτη εκδοχή τους των «Σειρήνων στη Στεριά».

Γιώτα πέντε, ολοταχώς.

Η ταινία του τηλεοπτικού Πιέρρου Ανδρακάκου (έχει υπογράψει επεισόδια της «Μοντέρνας Οικογένειας», των «Βασιλιάδων», του «Tαμάμ» και άλλα), όχι μόνο δεν είναι καν αστεία, γραμμένη τελείως στο πόδι από τους Γιάννη Παπαδόπουλο, Μαργαρίτη Παπαδόπουλο, Δημήτρης Μαρούδη και σκηνοθετημένη σαν άτεχνη σπουδαστική ταινία που θα μηδενιζόταν από τους καθηγητές της, ούτε μόνο βαριεστημένα κακοπαιγμένη (κυρίως από τον Θοδωρή Αθερίδη), με μοναδική εξαίρεση μια και μοναδική σκηνή που μοιάζει να έχει βγει από άλλη ταινία με έναν συγκινητικό Πάνο Βλάχο να (wtf?) μιλάει με τη νεκρή μητέρα του κοιτώντας τα αστέρια.

Περισσότερο από όλα τα παραπάνω, το «Αιγαίο SOS» είναι μια ταινία βαθιά αντιδραστική.

Ενα τέλειο δείγμα μιας παραγωγής που θέλει το θεατή του να γελάει με τηλεοπτικά αστεία για το πόση ώρα κάνει σεξ ένας άντρας, με ομοφοβικά πειράγματα του πιο σεφερλικού είδους, με άντρες που λένε «σκάσε» στις γυναίκες και γυναίκες με τις οποίες πραγματικά σου κόβεται το γέλιο (και το κλάμα) από το πόσο δέχονται σαν ηρωίδες, αλλά και σαν ηθοποιοί ένα κόσμο όπου η υπόστασή τους (πόσω μάλλον ο φεμινισμός τους) εξαντλείται στο να λιγουρεύονται τους φαντάρους, να ξεστομίζουν ατάκες όπως «βράχηκαν τα όργανά μου» και «έχω μυαλό γυναίκας, όχι αμοιβάδας».

SOS και στις εθνικιστικές κορώνες, καθώς, ενώ για πολλή ώρα το μόνο που σώζει το «Αιγαίο SOS» από τον πάτο του Αιγαίου που και να μην το ήξερες έχει τις διαστάσεις... Αργοσαρωνικού, είναι η σχετικά - ευτυχώς - light στάση του απέναντι στα ελληνοτουρκικά. Κυρίως το γεγονός ότι αποφεύγει να αγγίξει πιο βαθιά ένα θέμα τόσο σοβαρό, βάζοντας μόνο έναν ΟΥΚά να βρίζει τους Τούρκους και τους Τούρκους από την άλλη να μουγκρίζουν συνεχώς, καρικατούρες του ζωικού βασιλείου ή κάτι τέτοιο.

Ολα αυτά λίγο πριν το φινάλε, όταν σε ένα ξέσπασμα (που κανείς δεν μπορεί να ορκιστεί ότι δεν το περιμένει από μια τέτοια ταινία) Ελληνες και Τούρκοι τσακώνονται, εκστομίζοντας όλα αυτά που εδώ και... αιώνες δυναμιτίζουν τις σχέσεις τις δύο χωρών και ενισχύουν τις εθνικιστικές ακρότητες.

Ειδικά στις μέρες που ζούμε, δεν μπορεί κανείς να βάλει το χέρι στην καρδιά και να πει ειλικρινά πως η απόσταση ανάμεσα σε έναν στρατόκαυλο που φωνάζει «Η Κωνσταντινούπολη είναι Ελληνική» και ακόμη έναν περήφανο εθνικιστική είναι πολύ μεγαλύτερη από την απόσταση όσων θα σπεύσουν να υποστηρίξουν το «Αιγαίο SOS» λέγοντας «Χαλαρώστε, παιδιά είναι μόνο μια κωμωδία» και όσων θα γελάσουν επειδή όσα λέγονται και γίνονται θα τους εκφράζουν, βαθιά, διαχρονικά, τόσο μα τόσο θλιβερά.

Τσάμπα και ο μάλλον τσάμπα ακτιβισμός της Ελένης Φουρέιρα που βλέπει όλα τα παραπάνω ως μια «καραμέλα» στο τσάμπα τραγούδι των τίτλων τέλους.