Τρία χρόνια μετά τη θεαματική εισπρακτική επιτυχία του «Θεέ μου, τι σου Κάναμε!» στη Γαλλία και στην Ελλάδα (και μια ταινία αργότερα, το «Αμεση Αποβίβαση» που πέρασε ελαφρώς απαρατήρητο), o Φιλίπ ντε Σοβερόν επιστρέφει στο είδος που γνωρίζει καλά, τη φαρσοκωμωδία με το υποτιθέμενο κοινωνικό υπόβαθρο που τόσο εύκολα περνά στην αντίπερα όχθη του λαϊκού ρατσισμού.

Αυτή τη φορά, ο Κριστιάν Κλαβιέ είναι ένας διάσημος Γάλλος διανοούμενος, πλούσιος, αναγνωρισμένος και φαφλατάς, που πέφτει στην παγίδα των ίδιων του των λέξεων. Καθώς σε τηλεοπτική συνέντευξη υποστηρίζει την παροχή ασύλου σε όποιον την έχει ανάγκη, όταν πιέζεται από τον δημοσιογράφο, δηλώνει πως ο ίδιος έχει «την αγκαλιά του ανοιχτή» σε κάθε ξένο και πως εάν, για παράδειγμα, μια οικογένεια Ρομά του χτυπήσει την πόρτα, θα τους φιλοξενήσει για όσο χρειάζονται. Και, φυσικά, το ίδιο βράδυ, στη θαυμάσια μονοκατοικία-με-πισίνα-και-κήπο, καταφθάνει ένα καραβάνι τσιγγάνων που ζητά στέγη, τροφή και ψυχαγωγία από το φιλάνθρωπο «αγκαλίτσα».

Ο ίδιος ο Κριστιάν Κλαβιέ, στο ρόλο του Φουζερόλ και ο Αρί Αμπιτάν, ως Μπαμπίκ, αρχηγός των Ρομά του κήπου, δίνουν τον καλύτερο κωμικό εαυτό τους, ο ένας ως πελαγωμένος μεγαλόστομος μπουρζουά, ο άλλος ως πληθωρικός, τραχύς, ευέξαπτος νομάς. Πέρα από τις ερμηνείες, το φιλμ είναι αστείο - λιγότερο από το γνωστό «Θεέ μου...» - μ' έναν τρόπο που, χωρίς να προσποιηθούμε τους σοβαροφανείς, είναι επικίνδυνο.

Το κωμικό σενάριο είναι εύστοχο και πιστό, όχι στην αλήθεια, αλλά ακριβώς στα κλισέ που στην ευρωπαϊκή κοινότητα περνούν από γενιά σε γενιά - όπως φαίνεται και στην επόμενη. Το γέλιο που προκαλούν τα άγχη του Φουζερόλ, οι ψευτοενοχές της φαντασμένης γλύπτριας συζύγου του και το πανηγύρι που ανά πάσα στιγμή στήνει το σόι του Μπαμπίκ, ανταποκρίνονται με ακρίβεια στα πρότυπα των προκαταλήψεων και των στερεότυπων της δικής μας κουλτούρας που μοιάζει να μη σκοπεύουν ποτέ ν' αλλάξουν.

Είναι το γέλιο της ανακούφισης, μπροστά σε κάτι οικείο και βολικό και με τη δικαιολογία της ομαδικότητας της κινηματογραφικής αίθουσας: Μιάμιση ώρα λαϊκού ρατσισμού με καλοκαιρινό αεράκι και μπίρα. Οπότε, ναι, είναι αστείο όταν το σόι του Μπαμπίκ ντύνονται Περουβιανοί για να ζητιανέψουν στο μετρό, γιατί οι λατινοαμερικάνοι έχουν μεγαλύτερο σουξέ στην επαιτεία σήμερα. Ή όταν η σύζυγος του Φουζερόλ, που στον κήπο κατασκευάζει φυσικά ένα γλυπτό από σκουπίδια αλά Documenta ξεχνά πόσο μυγιάγγιχτη είναι μπροστά στην προοπτική λίγου βρώμικου σεξ. Απλώς, οι Γάλλοι μεγαλοαστοί που σατιρίζονται στην ταινία δεν είχαν ποτέ κοινωνικά προβλήματα, τουλάχιστον μετά τη γαλλική επανάσταση, ενώ οι Ρομά έχουν κι ίσως είναι μια καλή ιδέα, αντί να γελάμε με την εικόνα που έχει πλαστεί εδώ και δεκαετίες, να σκεφτούμε την ανατροπή της.