Την Πέμπτη 4 Ιανουαρίου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, προβάλλεται για πρώτη φορά στην Αθήνα το «THEOX», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Νικόπουλου που έκανε την πρεμιέρα της στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 58ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το Νοέμβριο συστήνοντας ένα νέο δημιουργό που, με γνώση και όρεξη για πειραματισμό, αποφάσισε το ντεμπούτο του να είναι μια ταινία κινουμένων σχεδίων, εμπνευσμένη από το σύγχρονο χάος και επηρεασμένη από την ελληνική (και όχι μόνο) παράδοση.
Το αποτέλεσμα είναι ένα γοητευτικό φιλμ που θαυμάζεις για την τεχνική του, αλλά ταυτόχρονα και για τη ματιά του σε ένα κόσμο που αναζητά τρόπους να αντισταθεί. Μιλώντας στο Flix, ο Γιώργος Νικόπουλος μας βάζει στα βαθιά της δημιουργίας του «THEOX», ξεκινώντας από την πρώτη ιδέα, μέχρι τις επιρροές και τις τεχνικές που τον βοήθησαν να το ολοκληρώσει, αλλά και την (επιπλέον) δυσκολία του να κάνεις animation στην Ελλάδα.
Το «THEOX» του Γιώργου Νικόπουλου προβάλλεται την Πέμπτη 4 Ιανουαρίου στις 21:00 στη Μεγάλη Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, μέρος του αφιερωματος με τις καλύτερες στιγμές του Animasyros 10 που κάνει ποδαρικό στη νέα χρονιά. Διαβάστε περισσότερα εδώ για το πρόγραμμα και τις παράλληλες εκδηλώσεις του αφιερώματος.
Τι είναι το «THEOX»;
Το «THEOX» («Το Βόδι») είναι ένα πολιτικό έργο που παρουσιάζει σαν αλληγορία μια όψη της αξιακής κρίσης που βιώνει ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη τα τελευταία χρόνια. Το έργο αυτό γράφτηκε το 2011, τότε που τα πρώτα σημάδια της προαναφερθείσας κρίσης στην Ελλάδα ήταν πασιφανή και σκληρότατα. Η ιστορία εκκινεί από τον μύθο του Μίδα έχοντας σαν βασικό οδηγό της εξέλιξής της την μανία της εξουσίας να μετατρέψει τα πάντα σε χρυσό και παράλληλα καταδεικνύει την αλληλοεξαρτούμενη σχέση μεταξύ εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου αναζητώντας όμως μια ελπίδα για την ανατροπή του καθεστώτος.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα πίσω από την ταινία;
Η ιδέα αυτού του έργου γεννήθηκε όπως προαναφέρθηκε κάτω από την πίεση ενός αστικού τοπίου που παρήκμαζε μέσα στη συνολική κάθοδο της χώρας. Από το 2010 μέχρι το 2013 έτυχε να ζήσω για πρώτη μου φορά στην Αθήνα ώστε να σπουδάσω θέατρο. Ο ερχομός μου στην Αθήνα με φέρνει αντιμέτωπο με το πιο γυμνό πρόσωπο της δυσχερούς κοινωνικής συνθήκης που βιώνουμε. Για έναν άνθρωπο που κατάγεται από την επαρχία και έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκεί όπου η καθημερινότητα, οι εκρήξεις της, η αντίδραση του κοινωνικού συνόλου, είναι όλα πιο ομαλά και αναίμακτα, είναι μια μεγάλη και ξαφνική δόνηση το να μεταφερθεί σε ένα κέντρο όπως η Αθήνα, πόσο μάλλον στην αρχή μιας παρακμής. Αναζητώντας λοιπόν μέσα σε αυτή τη σκληρότητα που παρατηρούσα και βίωνα κάθε μέρα - συμβάντα αυτοκτονιών, άστεγοι που πληθύνονται, άνθρωποι στο κατώφλι της κατάθλιψης - μια φωτεινή ένδειξη, άρχισα να δημιουργώ μέσα μου ιστορίες που λοχεύαν όλες τους μια ανανέωση. Ήταν ένας προσωπικός τρόπος να μπορέσω να συνεχίσω να υπάρχω σε αυτό το απάνθρωπο περιβάλλον παραμένοντας ενεργός. Eτσι μέσα σε αυτές τις ιστορίες γεννήθηκε και η ιδέα του «THEOX», όπου η πρώτη φαντασιακή εικόνα που δημιούργησα ήταν ένα βόδι ζωσμένο με ένα άροτρο να κατεβαίνει από τον λόφο του Λυκαβητού, να κατηφορίζει την οδό Σίνα και να συνεχίζει στην οδό Πανεπιστημίου οργώνοντας βαθειά την άσφαλτο. Επειτα εμμένοντας στην ιδέα, ανακαλύπτοντας βαθύτερα αυτή την ιστορία και τη λύση στα ζητήματα που γεννήθηκαν μέσα της, κατέληξα σε μια γραφή που τώρα πια είναι το «THEOX».
Διαβάστε ακόμη: To ελληνικό animation που θέλουμε στο «TΗΕΟΧ» του Γιώργου Νικόπουλου
Από που εμπνεύστηκες για την εικόνα, την τεχνική και την ιστορία του «THEOX»;
Η βασική πηγή αναφοράς του μεγαλύτερου μέρους της εικόνας και της συνολικότερης ατμόσφαιρας της ταινίας είναι ο τόπος μου, η Μακεδονία. Από μικρό παιδί έχω πολύ ισχυρές εικόνες καταγεγραμένες μέσα μου από τη γη της Ημαθίας και της Πιερίας τον Οκτώβρη με τα χρώματα του φθινοπώρου, με οργωμένα τα χωράφια, νωπά από πρώτες βροχές και αντίστοιχα την αρχή της άνοιξης μετά τον Μάρτιο που αρχίζουν και ανθίζουν οι κάμποι και οι πρόποδες των γύρω βουνών. Από την πρώτη στιγμή λοιπόν της γραφής του έργου γνώριζα πως η βασική μου χρωματική παλέτα θα είναι αυτή του φθινοπώρου που έβλεπα από μικρός γύρω μου. Τώρα το γιατί επέλεξα να τοποθετήσω το έργο σε αυτήν την εποχή σίγουρα είναι λόγω της αναγεννησιακής αίσθησης που δίνει το φθινόπωρο. Η φύση είναι που ολοκληρώνει τον ετήσιο κύκλο της τότε σπέρνοντας τον σπόρο της νέας χρονιάς, κάτι που συνδέεται άμεσα με τον ίδιο το έργο. Στο έργο αυτό όλα συμβαίνουν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή όπου κοινωνικά βρισκόμαστε στους φθινοπωρινούς μήνες που αρχίζει να φαίνεται γύρω ο θάνατος, γνωρίζοντας όμως ότι σύντομα έρχεται η αναγέννηση, η ανατροπή.
Eπειτα ως προς την επιλογή των χρακτήρων να αναπαρίστανται σαν σκιές τοποθετημένες μέσα σε αυτό το κατά κάποιον τρόπο «ρεαλιστικό» περιβάλλον, νομίζω πως ο κυριότερος λόγος που με έκανε να το αποφασίσω είναι ότι ήθελα, καθώς πρόκειται για μια αλληγορία, οι χαρακτήρες να αντιμετωπισθούν ευθύς εξαρχής σαν σύμβολα. Δεν θα μπορούσα να δώσω ρεαλιστικά στοιχεία στους χαρακτήρες αυτούς καθώς η δράση τους, η έκφρασή τους, η κίνησή τους, υπόκεινται όλα σε μια πολύ συγκεκριμένη σύμβαση από την οποίαν έχει αφαιρεθεί ο λόγος που σημαίνει πως οι χαρακτήρες του έργου είναι βουβοί, ο τρόπος να επικοινωνούν μεταξύ τους είναι μόνο η σωματική αφήγηση. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί επίσης πως παράλληλα με την ανάπτυξη του «THEOX» εξελίσσω τη διδακτορική μου διατριβή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Τεχνών Ηχου και Εικόνας με επιβλέπουσα της έρευνας τη Μαριάννα Στραπατσάκη. Το θέμα της διατριβής αφορά την πιθανή συγγένεια και τον συγκερασμό του Θεάτρου Σκιών με το Animation που κατά την άποψή μου, και μάλλον μια προφανέστερη και γενικότερη άποψη καθώς διαφαίνεται από την έρευνα οι δύο τέχνες αυτές δείχνουν κατά πολύ συγγενείς. Έτσι λοιπον πέρα από την εικόνα του «THEOX» και τις εικαστικές μου αναφορές, ο τρόπος που επέλεξα να γίνει το animation, η εμψύχωση δηλαδή των χαρακτήρων, πηγάζει από τα στοιχεία που έχω συλλέξει κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου. Προσπαθώ να συνθέσω μια νέα μέθοδο που αφορά το live action animation (το animation που χρησιμοποιεί ανθρώπους δηλαδή για το πρώτο υλικό του) μέσα από την οποία οι performers, οι άνθρωποι που ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες του έργου περνούν μια εκπαίδευση στη διάρκεια της οποίας αποβάλλουν όποια «καθομιλουμένη» μπορεί να έχει η σωματική τους έκφραση και υπακούν σε κανόνες που αγγίζουν αφ'ενός την κίνηση των νευρόσπαστων του θεάτρου σκιών και αφ' ετέρου κάποιες από τις 12 αρχές του animation κατά τον Walt Disney. Ετσι αυτό το έργο αποτελεί ακόμα και για τον χώρο του animation ένα έργο υβριδικού τύπου αφού στις ταινίες δημιουργημενες με αυτήν τη μέθοδο (live action animation) συνηθίζεται να κινηματογραφούνται οι ηθοποιοί και μετά καρέ - καρέ να ζωγραφίζονται από πάνω σαν χαρακτήρες animation ή να υπόκεινται μια επεξεργασία στην εικόνα τους ώστε να μην μοιάζουν πραγματικοί. Στην περίπτωση του «THEOX» οι άνθρωποι που έπαιξαν τους χαρακτήρες του έργου μεταμφιέστηκαν φορώντας μάσκες και μαύρα ρούχα ώστε να μοιάζουν με φιγούρες θεάτρου σκιών, χορογραφήθηκαν έτσι που η κίνησή τους να υπακούει στις αρχές του animation όπως προαναφέρθηκε, κινηματογραφήθηκαν σε green screen και συντέθηκαν (compositing) σε ένα περιβάλλον μακέτας με πραγματικά υλικά κινηματογραφημένο με την τεχνική του spot motion. Οι χαρακτήρες του έργου είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που ενσαρκώσαν τους ρόλους χωρίς δεύτερο στάδιο επεξεργασίας.
Τέλος όσον αφορά την ιστορία του έργου, η βασική ιδέα έρχεται από τον μύθο του βασιλιά Μίδα που ευχήθηκε ό,τι αγγίζει να γίνεται χρυσός με τη διαφορά ότι στο «THEOX» οι συνέπειες αυτής της ευχής - επιθυμίας έρχονται όχι κατά εαυτόν, κατά της ίδιας της εξουσίας δηλαδή όπως έγινε με τον Μίδα, αλλά προβάλλονται στο υπόδουλο κοινωνικό σύνολο που καλείται να εκτελέσει τη διαδικασία. Παρουσιάζω έτσι σε αυτήν την ιστορία αφ' ενός τη μανία της εξουσίας και την αδυναμία αντίστασης του λαού αυτού του τόπου αλλά και αφ' ετέρου την αλληλοεξαρτούμενη σχέση αυτών των δύο πλευρών. Η αδυναμία μιας κοινωνίας να αλλάξει το δυσχερές καθεστώς στο οποίο βρίσκεται έχει μια πολύ βαθειά πηγή που ίσως σε περιπτώσεις ριζικών, ρηξικέλευθων και άμεσων αλλαγών να μπορέσει να αναγνωρίσει και να αντιδράσει. Μια πολύ ουσιαστική μίμηση της κοινωνίας που υπάρχει στο έργο είναι ο φόβος της εξουσίας, ο Ελεγκτής που κάθεται σε έναν ψηλό στύλο που χωρίς να έχει κάποια δράση ή επαφή με τους υπόδουλους απλώνει τον φόβο της παρακολούθησης, τον φόβο του ελέγχου και ίσως - όπως έχω ακούσει από ανθρώπους που παρακολούθησαν το έργο - τον φόβο του θανάτου.
Ποια είναι η σχέση σου με την παράδοση (ελληνική και όχι μόνο) έτσι όπως διαφαίνεται μέσα από πολλά στοιχεία της ταινίας;
Αρχικά οφείλω να αναφέρω ότι έχω μεγαλώσει σε ένα σπίτι μουσικών και φιλότεχνων ανθρώπων που πάντα είχανε άμεση σχέση με την παράδοση, στον τρόπο διασκέδασης, στις διατροφικές συνήθειες, στον τρόπο ομιλίας, στις ιστορίες που ακούγονταν μέσα στο σπίτι. Ετσι η επαφή μου με την παράδοση ήταν μια δεδομένη συνθήκη την οποία αργότερα, φεύγοντας από το σπίτι αντιλήφθηκα πως αναζητούσα σε ό,τι έκανα. Χωρίς να έχω καταλάβει ακόμα τον τρόπο με τον οποίον θέλω να εντάσσω την παράδοση στα έργα μου και μελετώντας ακόμα περισσότερο κατά τη διάκρεια των σπουδών μου μερική από την αρχαία ελληνική γραμματεία και θέατρο άρχισε να γίνεται ανάγκη το να δώσω μια ταυτότητα στον τρόπο της χρήσης αυτού του εργαλείου που είχα κληρονομήσει από την οικογένειά μου. Στο τελευταίο έτος των σπουδών μου στο τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας, το 2009, είχα την τύχη να γνωρίσω τον Δήμο Αβδελιώδη όταν διδάχθηκα από αυτόν για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο το μάθημα «Στοιχεία Σκηνοθεσίας». Μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να δω το έργο του ξεκνώντας από τον "Αθέμιτο Συναγωνισμό", την πρώτη μικρού μήκους ταινίας που έχει κάνει, τις επόμενές του ταινίες «Εαρινή Σύναξη των Αγροφυλάκων» και «Το Δέντρο που Πληγώναμε» και έπειτα το πρώτο για μένα θεατρικό του έργο, «Ο Μεγαλέξανδρος και ο Καταραμένος Δράκος». Από το τελευταίο βέβαια είναι πασιφανείς οι επιρροές μου στο THEOX. Συνεχίζοντας λοιπόν σαν μαθητής δίπλα του για τρία χρόνια, μετά το πέρας των σπουδών μου από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, βρήκα στο έργο του και στον τρόπο που ενυπάρχει η παράδοση μέσα σε αυτό, έναν κοινό τόπο με αυτό που είχα μάθει από το σπίτι μου και τώρα ξαναεμφανιζόταν μπροστά μου. Αυτός ο τρόπος για τον οποίον μιλώ ήταν ότι η παράδοση δεν παρέμενε σαν μια ηθική διδασκαλία, σαν ένας κανόνας αλλά σαν ένα ζωτικό στοιχείο της καθημερινότητάς μας, ήταν δηλαδή παρούσα και ανά πάσα στιγμή έπαιρνε θέση στα σύγχρονα συμβάντα. Διδάχθηκα από τον Αβδελιώδη έναν τρόπο να χρησιμοποιώ το υλικό που είναι καταγεγραμμένο στην παράδοση έτσι που να γίνεται το έργο άχρονο και - ίσως υπερβάλω - άτοπο. Ετσι όπως είναι τουλάχιστον και τα έργα της παράδοσης που θαυμάζω, από τις μουσικές της Θράκης, τις παραλογές, τα εικαστικά και τα θεατρικά έργα της Αρχαίας Ελλάδας, έργα των οποίων τις περισσότερες φορές τα νοήματα είναι ανθρωπιστικού χαρακτήρα χωρίς γρωγραφικά και ρατσιστικά όρια. Στο «THEOX» νομίζω έχω κρατήσει μια μεταλλαγμένη παραδοσιακή φόρμα και ως προς την εικόνα του αλλά και ως προς τη δραματουργία του.
Αποφεύγω συνειδητά να δημιουργήσω κάτι αμιγώς ψηφιακό, πιστεύω πως η δύναμη του ελληνικού animation δεν βρίσκεται στην τεχνολογία που χρησιμοποιεί αλλά περισσότερο στην ιδέα που το διέπει και που μπορεί να ορίσει έπειτα και τον τρόπο εκτέλεσης ενός έργου. Βρίσκω πάρα πολύ δύσκολο και εκεί εμμένω, το να μπορέσω να δημιουργήσω κάτι που παραμένει animation, ενέχοντας όμως ξεκάθαρα τις αναφορές στις πρότερες παραδοσιακές τέχνες του, τη μουσική, τον χορό, την αφήγηση.
Είναι η ταινία μια αλληγορία για την εποχή μας;
Ξεκάθαρα. Η αδυναμία των ανθρώπων να αντιδράσουνε σε αυτήν την τεράστια βάσανο που τους κρατάει υποδουλωμένους δεν είναι απόρροια της κραιπάλης, της αδιαφορίας ή της άρνησης συμμετοχής στην προσπάθεια αλλαγής των τελευταίων ετών. Νομίζω πως υπάρχει μια χρόνια υποδούλωση σε ένα σύστημα του οποίου όμως δεν είναι φανερή η κεφαλή. Eχουμε να κάνουμε με ένα πανέξυπνο εξουσιαστικό σύστημα που σαν πρόσωπο έχει καταφέρει να δείχνει εμάς τους ίδιους, να βλέπουμε τον εαυτό μας δηλαδή. Eτσι βρισκόμαστε σε μια συνεχή συνθήκη ενοχής και φόβου, αισθανόμενοι πάντα πως ότι και να αποφασίσουμε γυρνάει κατά μας. Στο «THEOX» οι φοβισμένοι κάτοικοι του φανταστικού τόπου αδυνατούν να αντιδράσουν στις εντολές της εξουσίας, μιας εξουσίας που ούτε κανένα όπλο κουβαλάει μαζί της ούτε κανένα σωματικό και άμεσο βασανιστήριο προκαλεί για να αναγκάσει τους υπόδουλους να υπακούσουν. Δίνει μοναχά την εντολή με την προσδοκία ο λαός να την εκτελέσει που εν τέλει έτσι και γίνεται. Απλώς εγώ από τα μισά του έργου και μετά εμφανίζω ένα νέο κορίτσι που φέροντας την άγνοια του κινδύνου, σαν παιδί, αποτελεί μια απειλή για την εξουσία χωρίς και η ίδια να μπορεί να αντιληφθεί το γιατί. Το όπλο αυτού του παιδιού είναι η άφοβη και ακόρεστη όρεξη για ζωή, για έρωτα, φέρνει μια αλλαγή χωρίς να το γνωρίζει. Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω την αντιστοιχία αυτού του ζωογόνου στοιχείου με την εποχή μας, δεν μπορώ να μεταφράσω εύκολα τον αντικατοπτρισμό αυτού του συμβόλου, του παιδιού στην πραγματικότητα που ζούμε.
Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα όταν κάνεις animation;
Νομίζω πως δεν θα ήθελα να εστιάσω σε τεχνικά ζητήματα γιατί σε κάθε μορφή τέχνης τα τεχνικά ζητήματα ούτως ή άλλως διαφέρουν και φέρουν όλα μια τεράστια δυσκολία στον τρόπο που θα τα χειριστεί κανείς. Για μένα η δυσκολία στο animation είναι να καταφέρω να χρησιμοποιήσω όσο περισσότερο μπορώ τις αφηγηματικές του και εικαστικές δυνατότητες κρατώντας πάντα μια αναφορά στο πραγματικό υλικό του δημιουργήματος. Αποφεύγω συνειδητά να δημιουργήσω κάτι αμιγώς ψηφιακό, πιστεύω πως η δύναμη του ελληνικού animation δεν βρίσκεται στην τεχνολογία που χρησιμοποιεί αλλά περισσότερο στην ιδέα που το διέπει και που μπορεί να ορίσει έπειτα και τον τρόπο εκτέλεσης ενός έργου. Βρίσκω πάρα πολύ δύσκολο και εκεί εμμένω, το να μπορέσω να δημιουργήσω κάτι που παραμένει animation, ενέχοντας όμως ξεκάθαρα τις αναφορές στις πρότερες παραδοσιακές τέχνες του, τη μουσική, τον χορό, την αφήγηση.
Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα όταν κάνεις animation στην Ελλάδα;
Τώρα αναγκαστικά θα αναφερθώ σε πιο τεχνικά θέματα εφόσον τίθεται συγκριτικό ζήτημα εντοπιότητας και δεν θα μπορούσα να θίξω το ζήτημα του τί είναι το animation στην Ελλάδα σε σχέση με άλλους τόπους καθώς όλοι οι τόποι κουβαλούν τη δική τους σπουδαία παράδοση. Aρα λοιπόν όπως καταλαβαίνω καλούμαι να σχολιάσω όχι το τι είναι το animation στην Ελλάδα αλλά το πως γίνεται το animation στην Ελλάδα και αυτό είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο να παραχθεί. Νομίζω το να κάνεις σωστά - και λέγοντας σωστά εννοώ με τη σωστή διαδικασία κινηματογραφικής παραγωγής - μια ταινία animation στην Ελλάδα είναι ίσως κατά μικρόν τι δυσκολότερο από το να κάνεις μια ταινία live action. Παραμένει και στις δύο περιπτώσεις εξαιρετικά υψηλός ο βαθμός δυσκολίας καθώς οι πόροι είναι ελάχιστοι και εφόσον μιλάμε για μια χώρα που δε έχει στη διάθεσή της εξελιγμένα τεχνολογικά εργαλεία για όποιες παραγωγές που λαμβάνουν χώρα εδώ, αναγκαζόμαστε όλοι οι ενασχολούμενοι με το animation να καταφεύγουμε κυρίως σε εναλλακτικές λύσεις χάνοντας πολύτιμο χρόνο και ενέργεια που βέβαια θα έπρεπε να έχει σπαταληθεί στη δημιουργική διαδικασία. Είναι κάτι όμως που πιστεύω θα μας χαρακτηρίσει σαν χώρα, ίσως αυτό μας δίνει μια ενότητα, αυτή η κοινή δυσκολία ίσως μας προσδίδει ένα κοινό χαρακτηριστικό το οποίο στο μέλλον να χρακτηριστεί και σαν ιδιαίτερο ποιοτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής παραγωγής animation.
Ποια είναι τα πέντε σου αγαπημένα animation όλων των εποχών;
Το «Ο Κιρίκου και η Μάγισσα» του Μισέλ Οσελό, το «Τρίο της Μπελβίλ» του Σιλβέν Σομέ, το «Dimensions of Dialogue» του Γιαν Σβανκμάγιερ, το «Κινούμενο Κάστρο» του Χαγιάο Μιγιαζάκι, ο «Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης» του Χένρι Σέλικ και το «Τekkonkinkreet» του Μάικλ Αρίας.
Το «THEOX» του Γιώργου Νικόπουλου προβάλλεται την Πέμπτη 4 Ιανουαρίου στις 21:00 στη Μεγάλη Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, μέρος του αφιερωματος με τις καλύτερες στιγμές του Animasyros 10 που κάνει ποδαρικό στη νέα χρονιά. Διαβάστε περισσότερα εδώ για το πρόγραμμα και τις παράλληλες εκδηλώσεις του αφιερώματος.
Περισσότερες πληροφορίες για τις δράσεις του Animasyros Διεθνές Φεστιβάλ + Αγορά Κινουμένων Σχεδίων μπορείτε να αναζητήσετε στο www.animasyros.gr, στη σελίδα του φεστιβάλ στο facebook, καθώς και στη σελίδα του στο vimeo, όπου βρίσκονται όλες οι ταινίες που έχουν δημιουργηθεί στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δράσεων του φεστιβάλ.