Άποψη

Flixibility: Ladies Sing the... Blues

στα 10

Αφορμής δοθείσης, ο Νίκος Πετρουλάκης θυμάται δύο ακόμα ταινίες που μοιράζονται με το «Βάλς για τη Μόνικα» του Περ Φλι σενάρια βγαλμένα από την ζωή με ηρωίδες τραγουδίστριες και ηθοποιούς που ερμηνεύουν με την δική τους φωνή τα τραγούδια αυτών που υποδύονται.

Flixibility: Ladies Sing the... Blues

Βαλς για τη Μόνικα (Monica Z) του Περ Φλι / 2013

First things first που λέγαμε στην, πάλαι ποτέ εξωτική, Αμφιθέα: για όσους έχουν πάνω από το κεφάλι τους ένα συννεφάκι που, παραφράζοντας τον τίτλο από εκείνο το ψυχεδελόδραμα με τον Dustin Hoffman, αναρωτιέται «Ποια είναι η Μόνικα Ζέτερλουντ;» και γιατί έχει γίνει μια ταινία γι αυτήν να φανερώσω ότι όχι μόνον αποτελεί, όπως τα κεφτεδάκια, η Πίπη η Φακιδομύτη και κάμποσα ακόμα αρκτικόλεξα, μέρος της σουηδικής παράδοσης αλλά και πρόκειται περί της σπουδαιότερης τζαζ βοκαλίστριας που βγήκε ποτέ από την Σκανδιναβία ολάκερη!

Ως τέτοια λοιπόν, από το ‘57 που ξεκίνησε με προσδοκίες πολύ μεγαλύτερες της μικρής της πόλης, η Ζέτερλουντ συνεργάστηκε τόσο με την αφρόκρεμα των συμπατριωτών της όσο και με αλλοδαπούς όπως ο τρομπετίστας Ντόναλντ Μπερντ, ο πιανίστας Χόρας Πάρλαν, ο μπασίστας Ρεντ Μίτσελ και ο φυσαρμονικίστας Τούτς Τίελμανς, καμία από όλες αυτές τις συνευρέσεις όμως δεν συγκρίνεται με εκείνην που πραγματοποιήθηκε στην Στοκχόλμη την 29η του Αυγούστου του ’64 με το τρίο του Μπιλ Εβανς, ήτοι τον ίδιο στο πιάνο, τον Τσακ Ισραελς στο μπάσο και τον Λάρι Μπάνκερ στα τύμπανα!


Αξίζει τον κόπο να αναζητήσει κανείς, έστω και σε … streaming, αυτήν την ανάρμοστη σχέση του βαθυστόχαστου και ταχυδακτυλουργικού χαϊδολογήματος ενός, εμφανισιακά προσπεράσιμου, διοπτροφόρου Αμερικανού με το γλυκά μελαγχολικό αλλά και σκαμπρόζικο πίτσι πίτσι μιας διάφανης μοδάτης Σουηδέζας που, παρά την αντίθετη γνώμη του τοπικού παραρτήματος της Phillips, πακεταρίστηκε τελικά, μετά από τις απειλές της Μόνικα, σε ένα άλμπουμ με τίτλο «Waltz For Debby».


Το «Βάλς για Την Μόνικα» στοχεύει πρωτίστως στην σκανδιναβική αγορά χωρίς όμως να σαμποτάρει και τις εξαγωγές και μπορεί η κοσμοπολίτικη πατίνα του να υστερεί της βαμπιρίλας του «Ασε το Κακό να Μπει» και της νταρκίλας του «Κοριτσιού με το Τατουάζ» αλλά ποιός ξέρει τι ψαριά μπορεί να πιάσει … Πάντως ό,τι και αν κάνει θα το οφείλει σε μεγάλο βαθμό σε αυτό το σπιρτόζικο μουτράκι με το θαμπής λάμψης μέταλλο στη φωνή που με το ονοματεπώνυμο Εντα Μάγκνασον προσπαθεί εδώ και μια πενταετία να στήσει μια κάποια καριέρα …

Τι κρίμα που η Ζέτερλουντ δεν ζει για να την καμαρώσει - πριν από εννέα χρόνια ακριβώς έγινε στάχτη μέσα στο ίδιο της το διαμέρισμα της, όταν αποκοιμήθηκε με το τσιγάρο ακόμα αναμμένο...

Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Βαλς για τη Μόνικα» του Περ Φλι.


2

Η Κόρη του Ανθρακωρύχου (Coal Miner’s Daughter) του Μάικλ Απτεντ / 1980

Αν αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που το λένε success story τότε δεν έχει παρά να δει την ιστορία της ζωής της Λορέτα Λιν που από κόρη ανθρακωρύχου και πτωχή πλην τίμια σύζυγος, νοικοκυρά και μητέρα … τεσσάρων κοριτσιών πριν καλά - καλά πατήσει τα είκοσι (!) κατέληξε να έχει πραγματικό χρυσωρυχείο!

Πως τα κατάφερε; Πουλώντας οτιδήποτε άλλο παρά φούμαρα - τα είχε χαραγμένα στο πετσί της σαν τατουάζ όλα όσα τραγουδούσε και η αποφασιστικότητα της να αντιμετωπίζει κατάμουτρα τον άντρα της και οποιανδήποτε άλλη βρισκόταν στο διάβα της την έκανε ελκυστική και σε αυτιά που δεν άντεχαν την στενοκεφαλιά της country (μεταξύ αυτών και τα πεταχτά του Τζακ Γουάιτ που, από κοινού με την Μεγκ το 2001, την μνημόνευσε στο οπισθόφυλλο του «White Blood Cells» και διασκεύασε το χειραφετημένο «Rated X» (‘73) ενώ με την συνοδεία μιας επίλεκτης γκαραζοπαρέας συνόδεψε την αειθαλή πριγκιπέσσα στο προ δεκαετίας άλμπουμ της «Van Lear Rose»).


Εβαλε βέβαια το χεράκι της και η Decca που ανάθεσε στον Οουεν Μπράντλεϊ, έναν από τους αρχιμάστορες του «Ηχου του Νάσβιλ», να ρευστοποιήσει τις συντακτικές παρεκτροπές, τις κρυστάλλινα ψιλές, τη μακρόσυρτη προφορά και την ασίγαστη ένταση με τις οποίες πριμοδοτούσε κάθε φράση - τρυφερή [To Make A Man (Feel Like A Man)(’69)]ή εξαγριωμένη [Fist City (’68)], λυπητερή [When The Tingle Becomes A Chill (’75)] ή αγανακτισμένη [Don’t Come Home A’Drinkin’ (With Lovin’ On Your Mind) (‘66)], αστεία [One’s On The Way (’71)] ή φεμινιστική [The Pill (‘75)].

Στα τέλη της δεκαετίας των 70ς η κυρία Λιν είχε πολλά περισσότερα από όσα είχε ποτέ τολμήσει να ονειρευτεί: δύο ακόμα παιδιά, εγγόνια, μια πόλη, εταιρείες διαχείρισης δικαιωμάτων και ανεύρεσης νέων ταλέντων, μια αλυσίδα καταστημάτων νεανικών ρούχων, ένα περιοδεύον ανά την υφήλιο ροντέο και μια αυτοβιογραφία που έφερε τον τίτλο του πλέον αναγνωρίσιμου τραγουδιού της, το νοσταλγικό «Coal Miner’s Daughter» (1970), με πωλήσεις πάνω από το ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Το μόνο που έμενε πλέον ήταν αυτή η ιστορία από δάκρυα, ιδρώτα και φιλότιμο να γίνει ταινία.


Το όλο εγχείρημα ανέλαβε ο, με πλούσιο βιογραφικό στην τηλεόραση, βρετανός σκηνοθέτης Μάικλ Απτεντ ενώ ο πρωταγωνιστικός ρόλος κατοχυρώθηκε στη Σίσι Σπέισεκ, παρά το γεγονός ότι η ξανθιά και γαλανομάτα Τεξανή είχε διαπρέψει σε αλλόκοτους ανατριχιαστικούς ρόλους όπως αυτούς της νεαρής σκοτώστρας στο «Badlands» (1973) του Τέρενς Μάλικ – ναι , αυτό που οι Deus μνημονεύουν στο «Nothing Really Ends» (2001) - και της κορασίδας με τις υπερφυσικές δυνάμεις στο «Carrie» (1976) του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Μια ακόμα προσωπική επιλογή με την οποία η Λορέτα δικαιώθηκε μιας και η Σπέισεκ, που έγινε η σκιά της Λιν για μήνες, δίνει ρέστα όχι μόνον ως ηθοποιός αλλά και ως τραγουδίστρια σε τέτοιο βαθμό που ξεχνάς ότι βλέπεις μια ταινία για αυτήν και όχι κάποιο ντοκιμαντέρ με την ίδια την Λιν! Για το τυπικό δε της υπόθεσης, η Σπέισεκ όχι μόνο σήκωσε τον επιχρυσωμένο Οσκαρ στην 53η τελετή αλλά και ήταν υποψήφια για ένα βραβείο Grammy με την ερμηνεία της στο τραγούδι των τίτλων!

Αυτό αποτέλεσε και μια, τρόπον τινά, ετεροχρονισμένη δικαίωση για τη Σπέισεκ που το 1969, αφού είχε κυκλοφορήσει ως Rainbo ένα σαρανταπεντάρι στην Roulette με την, μπηχτή στο υπογάστριο του Λένον, μπαρόκ ποπ μπαλάντα «John, You ‘ve Gone Too Far This Time», δοκίμασε την τύχη της με την Decca, η οποία όμως την απέρριψε γιατί είχε ήδη στον κατάλογο της μια τραγουδίστρια που ακουγόταν σαν αυτήν, την … Λορέτα Λιν!


2

Lady Sings The Blues του Σίντνεϊ Τζ. Φιούρι (1972)

Το παρακάτω στιγμιότυπο θα μπορούσε να είναι αυτό που ο συγγραφέας Τζέοφ Ντάιερ ονομάζει επινοητική κριτική και μυθοπλασία συνάμα.

«Που πάς, ρε Νταιάνα, ξυπόλητη στ’ αγκάθια;», μουρμούρισε ο Τζον Χάμοντ μέσα από τα δόντια πετώντας το Variety στο, μονίμως ασφυκτικά γεμάτο με κασέτες, καλάθι δίπλα του όταν διάβασε ότι η μαντάμ Ρος προετοιμαζόταν να υποδυθεί στην μεγάλη οθόνη εκείνην ακριβώς από τις ανακαλύψεις του που ήταν και η μεγαλύτερη αδυναμία του - και ας είχε αποδημήσει εις Κύριον εδώ και δεκατρία ολόκληρα χρόνια …

«Πέρα από το χρώμα, σε τι άλλο μοιάζεις με τη Μπίλι; Ασ’ την την φουκαριάρα στην ησυχία της …», είπε λες και την είχε απέναντι του…

Δεν ασχολήθηκε όμως παραπάνω - εκείνη την περίοδο είχε άλλα πολύ πιο σοβαρά πράγματα που χρειάζονταν την προσοχή του, ειδικά εκείνο το παλλικαράκι από το Νιού Τζέρσι που μόλις είχε προσθέσει στο δυναμικό της Columbia και πίστευε ότι θα τα πάει φίνα. Και με αυτόν, που τον έλεγαν μάλιστα Μπρους Σπρίνγκστιν, είχε πέσει μέσα ο μπαγάσας, αλλά ακόμα δεν ήξερε πόσο …


Αλλωστε η Νταιάνα είχε κάποιον να την προσέχει και μάλιστα πολύ περισσότερο από όσο έπρεπε και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Μπέρι Γκόρντι, καθηγητής με master στο μάθημα του πώς να βγεις από την φτώχεια με μοναδικά εφόδια το πηγαίο ταλέντο και την σκληρή προσπάθεια, που, αμέτι μουχαμέτι, ήθελε να στείλει στο άπειρο και ακόμα παραπέρα τον μύθο της Ρος που εδώ και μια διετία προσπαθούσε να ξεπεράσει την επιτυχία που είχε απολαύσει με τις Supremes!

Ο ιδιοκτήτης της Motown λοιπόν επιστράτευσε τον καναδό σκηνοθέτη Σίντνεϊ Τζ. Φιούρι όχι τόσο για το γεγονός ότι είχε κάνει το ανεπανάληπτο «The Ipcress File» (1965) όσο γιατί είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τραγουδιστές όπως ο Φρανκ Σινάτρα («The Naked Runner» / 1967) και ο Κλιφ Ρίτσαρντ («The Young Ones» / 1961).


Διεκπεραιωτικά μιλώντας λοιπόν μια χαρά στήθηκε το, μπόλικης … σεναριακής αδείας, «Lady Sings The Blues», το κατά πόσο όμως κατάφερε τελικά η ντελικάτη Ross να ενταχθεί στον καταραμένο κόσμο της Χόλιντεϊ και να εκφράσει αυτό το σπάνιο μπαστάρδεμα αλητείας, αυτοκαταστροφής και νταλκά φαίνεται τόσο στο διπλό σάουντρακ όσο και στις ενστάσεις της μαύρης κοινότητας. Από την άλλη το κοινό της Ρος και στα σινεμά αναστέναξε και στα δισκάδικα προσκύνησε ενώ η βιομηχανία του θεάματος της έριξε, στα προεόρτια της 45ης απονομής των Oscar, να γλείψει το κοκαλάκι της υποψηφιότητας Α' Γυναικείου Ρόλου.

Δυστυχώς για εκείνη, έμεινε μόνο με τη γεύση και ήταν πικρή η άτιμη…

Διαβάστε ακόμη: