Νεορεαλισμός όπως θα τον αποτύπωνε η nouvelle vague ή και το αντίθετο, το ντεμπούτο του Φράντιτσεκ Βλάτσιλ, βασισμένο στο διήγημα «Susanne» του Οτακαρ Κίρσνερ είναι περισσότερο μια παραβολή που με αφορμή ένα περιστέρι - σύμβολο διαχρονικό της ελευθερίας και της αθωότητας, αφηγείται τη δική της εκδοχή πάνω σε μια βίαιη ενηλικίωση.

Είναι, όμως, η Σουζάν που περιμένει το περιστέρι της που δεν επιστρέφει μετά από ένα ταξίδι στη Βαλτική και η οποία ενηλικιώνεται βίαια μέσα στους μηχανισμούς μιας αναμονής που θα την εξοστρακίσει από τον κόσμο της πραγματικότητας; Η είναι το ανάπηρο αγόρι που θα πυροβολήσει το περιστέρι στην Πράγα και θα γίνει μέτοχος της νεκρανάστασης του με τη βοήθεια ενός καλλιτέχνη;

Οι ερωτήσεις απλώνονται μέσα στην περίπου μια ώρα που διαρκεί το «Λευκό Περιστέρι», καθώς ο Βλάτσιλ πειραματίζεται πάνω στην ιδέα της απλότητας, χωρίς ωστόσο να υποχωρεί σε λυρισμό και εικαστική αναζήτηση. Τουναντίον, το ντεμπούτο του μοιάζει με ένα καλειδοσκόπιο που διατρέχει μια ακατάσχετη λατρεία για τις τέχνες και τον άνθρωπο, στη μορφή μιας παραισθησιογόνας παραβολής που θα χρησιμοποιήσει κάθε πιθανή οπτική γωνία (όχι μόνο της κάμερας…) για να ολοκληρώσει το ταξίδι της από το γκροτέσκο μέχρι το happy end.

Κάπου ανάμεσα σε έναν εφιάλτη και μια παραμορφωμένη χειροποίητη εκδοχή της αίσθησης ενός παιδιού που χάνει (για πάντα;) την αθωότητα του, το «Λευκό Περιστέρι» δοκιμάζει και δοκιμάζεται πάνω στα κινηματογραφικά είδη και τα στιλ, παίζει και αφήνεται παιχνίδι στο φως, ορίζει και ορίζεται αρχιτεκτονικά μέσα σε ένα άχρονο κόσμο και τολμά να ολοκληρωθεί ως ένα φιλμικό κύμα που σαρώνει πρωτοπορίες και μοντερνισμούς προκειμένου να αναζητήσει μέσα από την κινηματογραφική του πολυμορφία την ουσία.

Το «Ανοίξτε τα Κλουβιά» της αρχικής σκηνής συναντά μία περίπου 360 μοίρες περιστροφή στο σχεδόν αναστάσιμο φινάλε, αφού ώρα πριν έχεις αντιληφθεί πως το «Λευκό Περιστέρι» μιλάει πρωτίστως για ανθρώπους φυλακισμένους που δεν μπορούν να πετάξουν και που χρειάζονται αγάπη, υπομονή και τέχνη για να μπορέσουν να πετάξουν πάλι - ή και γαι πρώτη φορά - τα φτερά τους.

Υποτιμημένο κυρίως λόγω της μην ανακάλυψής του μέσα στα χρόνια, το ντεμπούτο του Βλάτσιλ, θα έπρεπε και ίσως είναι καιρός να θεωρείται ως ένα από τα μικρά αριστουργήματα του Νέου Τσέχικου Κύματος και της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας των αρχών της δεκαετίας του ’60. Και σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες πάνω στην παιδική ηλικία και το σπάνια αποτυπωμένο στο σινεμά σκοτάδι της, πριν αυτό γίνει φως.