Η 60χρονη Χίλντι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο πλούσιο σπίτι της σε παραθαλάσσια κωμόπολη της Νέας Αγγλίας. Μάλιστα, οι τοπικοί θρύλοι τη θέλουν απόγονο των μαγισσών του Σάλεμ. Ολοι την ξέρουν κι εκείνη ξέρει τους πάντες - κάτι που είναι πολύ χρήσιμο για τη δουλειά της: ως μεσίτρια που είναι, οι πελάτες πρέπει να την εμπιστεύονται. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που η -πρώην μαθητευόμενή της- ανταγωνίστρια, εκμεταλλεύτηκε μία αδύναμη προσωπική της στιγμή και τής έκλεψε το πελατολόγιο. Ποια ήταν η αδύναμη στιγμή; Οι κόρες της Χίλντι οργάνωσαν παρέμβαση και την έστειλαν σε κέντρο απεξάρτησης από το αλκοόλ. Υπερβολές, ισχυρίζεται η ίδια. Ακολούθησε τη θεραπεία για να τους κάνει τη χάρη, αλλά τώρα επέστρεψε στις συνήθειές της: ένα μπουκάλι κρασί για να χαλαρώσει τα βράδια. Απλώς το πίνει μόνη της - δημόσια συνεχίζει την βιτρίνα της απεξαρτημένης. Μία σειρά από γεγονότα όμως θα την κάνουν να χάσει τον έλεγχο. Κι επανασύνδεσή της με τον Φρανκ, τον πρώτο της έρωτα από το γυμνάσιο, θα της δώσει το έναυσμα να γνωρίσει κάποιον που τελικά δεν ήξερε καθόλου: τον εαυτό της.

Πατώντας στο (εν μέρει) αυτοβιογραφικό βιβλίο της Αν Λίρι «The Good House», οι Μάγια Φορμπς και Γουόλι Βολοντάρσκι συνθέτουν μία ενδιαφέρουσα ηρωίδα, που από την πρώτη στιγμή θέλει να σε βάλει στον μικρόκοσμό της: καταργεί τον «τέταρτο τοίχο» και μιλάει απευθείας στην κάμερα, στον θεατή, εξηγώντας με φλεγματικό χιούμορ ποιος είναι ποιος και τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από την υποκρισία της στιγμής. Αυτό το εύρημα ταιριάζει ιδιαίτερα στην Σιγκούρνεϊ Γουίβερ - η αντίστιξη της φινετσάτης εικόνας της με τον πιπεράτο σχολιασμό, είναι ιδανική.

Αντιθέτως, ο Κέβιν Κλάιν δεν χρειάζεται ευρήματα για να είναι γοητευτικός σ' έναν ρόλο που μένει για αρκετή ώρα στο παρασκήνιο. Ο άντρας που από επιλογή έχει μείνει μακριά από τις δημοφιλείς παρέες, αυτοδημιούργητα έκανε χρήματα ανακυκλώνοντας τα σκουπίδια της περιοχής και ακομπλεξάριστα αποδέχεται τον τίτλο «ο σκουπιδιάρης», βρίσκει σάρκα, οστά, περιπαικτικό λόγο και ερωτεύσιμο πονηρό βλέμμα στον Κλάιν.

Παράλληλα, οι δευτεροχαρακτήρες της ταινίας και οι ιστορίες τους έχουν ενδιαφέρον. Η Χίλντι μάς δίνει τη σύνοψη των γειτόνων της και οι Φορμπς και Βολοντάρσκι μάς επιτρέπουν στιγμές τους, αλλάζοντας τον τόνο της ταινίας συνεχώς - βλέπουμε κομεντί, βλέπουμε δράμα, μελόδραμα; Θα μάθουμε περισσότερα;

Αυτή η αίσθηση είναι και το μεγάλο μείον της ταινίας: νομίζεις ότι παρακολουθείς πιλοτικό επεισόδιο σειράς που θα ήθελες πολύ να παρακολουθήσεις στο μέλλον, όταν το κάθε επεισόδιο θα σε πάει λίγο πιο βαθιά στις ιστορίες των χαρακτήρων. Οχι ταινία που ξέρει τι να επιλέξει και τι να αφήσει εκτός για να. σου αφηγηθεί κάτι μεστό και ολοκληρωμένο. Τώρα, μένεις με μια γεύση, με μια γρήγορη περιήγηση ενός τόπου που είδες από ένα αυτοκίνητο που τρέχει, αλλά δεν τον ξέρεις πραγματικά.

Οσες κι αν είναι οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες, ή οι σεναριακές αδυναμίες που απογοητεύουν, το ότι βλέπεις μία δραμεντί που κοιτά με ενδιαφέρον 60+ ήρωες είναι απολαυστικό. Ειδικά όταν οι Γουίβερ-Κλάιν (έχουμε να τους δούμε μαζί 25 χρόνια - από την «Παγοθύελλα» του Ανγκ Λι) τους προσδίδουν ένα ιδιαίτερα έξυπνο, στιβαρό, ειρωνικό, κυνικό, παιχνιδιάρικο, ενήλικο πάτημα - ακόμα κι όταν η υπόλοιπη ταινία είναι μεθυσμένη και κάνει οκτάρια.