Φεστιβάλ / Βραβεία

The Beaver: Ο Αλλος Εαυτός του Μελ Γκίμπσον

στα 10

Μόλις εξηγήθηκε ο μικρός πανικός που κυριάρχησε στην Κρουαζέτ πριν από λίγη ώρα. Στο κόκκινο χαλί των Καννών περπάτησε ένας ζωντανός νεκρός. Δεν ήταν έκπληξη. Η ανάσταση ήταν σικέ. Μεθοδευμένη από ατζέντηδες, μαρκετίστες, strategists. Μία στρατιά ανθρώπων προσπαθεί να σώσει μία ταινία. Και κάποιοι που ακόμα ενδιαφέρονται, ή πληρώνονται για να ενδιαφέρονται, προσπαθούν να σώσουν μία καριέρα.

The Beaver: Ο Αλλος Εαυτός του Μελ Γκίμπσον
«Μου έκανε το δώρο να κουβαλήσει όλο τον πόνο και την απόγνωση που νιώθει στην ερμηνεία του...»

Mad Mel

Ο Μελ Γκίμπσον, πρώην μεγάλος σταρ και νυν απόκληρος του Χόλιγουντ για λόγους που, αν δεν βρισκόσασταν σε ηθελημένη απομόνωση, όλοι γνωρίζετε (η γρήγορη βερσιόν: αλκοολικός, ρατσιστής, σεξιστής, έχει χάσει υπόληψη και περιουσία από την τελευταία του δικαστική διαμάχη με ρωσίδα ερωμένη και μητέρα του 7ου παιδιού του) ήρθε στις Κάννες να τάραξει τα νερά. Ή μάλλον να τα ηρεμήσει. Αν υπάρχει ένα μέρος στη γη που με το σωστό όχημα (μία ταινία που θα ρίξει το σωστό προβολέα πάνω σου) μπορείς να επανεκκινήσεις μία καριέρα, αυτό είναι οι Κάννες. Κάτι τέτοιο πρέπει να του είπε η κολλητή φίλη, συμπρωταγωνίστρια και σκηνοθέτις του, η γαλλοαναθρεμμένη Τζόντι Φόστερ και τον έπεισε. Γιατί κάτι έπρεπε να κάνει. Γιατί δεν μένει τίποτα άλλο για την ίδια να κάνει. Από τη στιγμή που τον πρότεινε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «The Beaver» («Ο Αλλος μου Εαυτός»), η κακοτυχία της δεν έχει όρια: δεν φτάνει ο αγώνας της να τον επιβάλει στην ταινία (σ' ένα εβραιοκρατούμενο Χόλιγουντ που δεν έχει ξεχάσει, ούτε συγχωρήσει το μεθυσμένο αντισημιτικό παραλλήρημα του ευαγγελιστή Μελ), πάνω στα γυρίσματα ήρθε να προστεθεί το σκάνδαλο με τη ρωσσίδα, πάνω στην έξοδο της ταινίας έσκασε η καταδικαστική του απόφαση, πάνω στη διαφημιστική της προώθηση η επίσημη σύλληψή του. Εκείνη, αξιοπρεπής, τριγυρνά τον κόσμο εκθειάζοντας τις αρετές του και δηλώνοντας πίστη, εκτίμηση, αγάπη. «Ο Μελ είναι ένας γλυκός, τρυφερός άνθρωπος. Δεν είναι αναμάρτητος. Είναι λογάς, μπορεί να γίνει πρόστυχος, αλλά δεν έχει κακία, δεν έχει μίσος, έχει μόνο αγάπη και αλληλεγγύη να προσφέρει. Από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα ήξερα ότι θα είμαστε φίλοι για πάντα. Τον αγαπώ πολύ». Κι όλα αυτά με προσωπικό κόστος: ήδη πρωτοσέλιδα σε όλο τον κόσμο, από την Guardian μέχρι το Hollywood Reporter αναρωτιούνται γιατί επιλέγει να κινδυνεύσει και η ίδια την προσωπική και επαγγελματική της υπόληψη: «Η Τζόντι τρελλάθηκε», «Η Τζόντι Φόστερ θα καεί για χάρη του φίλου της», «Τι έχει πάθει η Φόστερ και υπερασπίζεται τον Μελ Γκίμπσον;»

Ηρθε λοιπόν η ώρα να μιλήσει και ο ίδιος. Να βγει από την κρυψώνα του, να συστήσει τον «Αλλο του Εαυτό», να εμπνεύσει, να ικετέψει, να κερδίσει την παγκόσμια εξιλέωση. Ή τουλάχιστον το κοινό των box office.

The Beaver

Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα. Η μεγάλη επιστροφή γίνεται μόνο με τη σωστή ταινία. Και το «The Beaver», πέρα από εξωκινηματογραφικά σκάνδαλα, ανθρώπους και καταστάσεις, είναι μία αποτυχημένη ταινία. Μία κακή ταινία. Μία ενδιαφέρουσα ιδέα, λάθος εκτελεσμένη. Ενα ακόμα καρφί στο σταυρό της καριέρας του.

Αυτοκαταστροφικός, καταθλιπτικός, αλκοολικός μεσήλικας χάνει τα πάντα στη ζωή του και, λίγο πριν να δώσει τέλος, βρίσκει την πραγματική «φωνή» του μέσα από μία μαριονέτα-κάστορα. Επανασυστήνεται στη γυναίκα, στα παιδιά του, στους συναδέλφους του ως ο Κάστορας, καθώς το τραύμα του είναι τόσο μεγάλο που έχει απορρίψει και εξαφανίσει τον εαυτό του μέσα στην πάνινη κούκλα. Επειδή ο ίδιος δεν μπορεί να πάρει τον έλεγχο της ζωής του, επιβάλλεται ως μαριονέτα.

Από την ανάγνωση της περίληψης μπορεί κανείς να καταλάβει την επικινδυνότητα του πρότζεκτ. Πως μία λάθος κινηματογραφική ανάγνωση ενός τέτοιου σεναρίου φλερτάρει με το γελοίο. Ανάμικτη ίντριγκα και ελπίδα δημιουργεί προσωρινά το γεγονός ότι αναλαμβάνει την παραγωγή το team των «Στο Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» και «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού». Και μετά γίνεται το ανεξήγητο: δίνεται στην Τζόντι Φόστερ να σκηνοθετήσει. Η σεναριακή τρέλα, απαιτεί και σκηνοθετική σχιζοφρένεια για να πετύχει – να πιάσει το θεατή αδιάβαστο, να τον βγάλει από κάθε οικειότητα ή βολή, να τον εκτινάξει σε μία σφαίρα που το παράλογο έχει λόγο ύπαρξης. Ενα ιδιοσυγκρασιακό, αλλόκοτο σενάριο που μεταφέρεται στην οθόνη από μία συντηρητική, ζεστή, Αμερικανίδα σκηνοθέτη μοιάζει σαν να φοράς παλτό στην ανοιξιάτικη Κρουαζέτ. Δεν μπορεί η Τζόντι Φόστερ να προσφέρει κινηματογραφικό bizarre. Η ματιά της είναι τετράγωνη για ένα κόνσεπτ που ούτε καν χαρτογραφείται. Κι έτσι ξαφνικά, κάτι που στα χέρια του Σπάικ Τζόνζι ή του Μισέλ Γκοντρί μπορεί και να μεταμορφωνόταν σε αριστούργημα, τώρα καταλήγει σε κυριακάτικη τηλεταινία για όλη την οικογένεια. Κι εκεί η μαριονέτα δεν κολλάει. Ο κάστορας δεν κολλάει. To σουρεάλ δεν κολλάει.

Ειρωνικά: ο μόνος που κολλάει είναι ο Μελ Γκίμπσον. Πέφτει στο ρόλο με βουτιά με το κεφάλι. Ρισκάρει όπως κάθε άνθρωπος που δεν έχει τίποτα πια να χάσει. Το παίρνει πάνω του και το κουβαλά. Η αυτολύπηση βγαίνει σε κάθε κοντινό στο κατεστραμμένο του πρόσωπο, σε κάθε αυτοσαρκαστικό θεόπικρο γέλιο, σε κάθε παρανοϊκή χρήση της αυστραλέζικης προφοράς του. Αλλά, χωρίς τη σωστή σκηνοθετική καθοδήγηση, το σωστή λήψη, το σωστό χέρι να κρατά τις ισορροπίες, καταλήγει κι αυτός ανοικονόμητος, φλύαρος, ψεύτικος.

Cannes he do it?

Μέσα στην οθόνη λοιπόν το στοίχημα είναι χαμένο. Ολα θα παιχτούν στο παρασκήνιο του φεστιβάλ. Ηδη ο Γκίμπσον αρνήθηκε να παραστεί στη συνέντευξη Τύπου, αλλά περπάτησε το κόκκινο χαλί, μπήκε για την πρεμιέρα. Στοιχηματίζουμε ότι σύσσωμο το Palais θα τον χειροκροτήσει. Μπορεί να δεχτεί και standing ovation. Οι Κάννες όσο διψούν, τόσο παρέχουν show. Μόνο που η αλήθεια εδώ δεν κρίνεται στο χειροκρότημα, αλλά στις κριτικές. Στις συνεντεύξεις που αύριο υποτίθεται ότι θα δώσει στο πλευρό της Φόστερ.

Θα μας παρουσιάσει ο Γκίμπσον έναν άλλο εαυτό; Θα σηκωθεί από τον τάφο του; Θα ανοίξουν οι ουρανοί στην Κρουαζέτ; Και πέραν κάθε PR μεθόδευσης, θα του δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία; Γιατί, κακά τα ψέματα, αν τον συγχωρέσει το box office, θα τον συγχωρέσει και το Χόλιγουντ.