Το 1971, οι γονείς των δύο αδελφών Ναντίν και Ρενέ Μούντο ένωσαν τις δυνάμεις, τα όνειρα και την νεανική τρέλα τους με 298 ακόμα χίπηδες της νεοσύστατης επανάστασης των παιδιών των λουλουδιών. Πολλοί από αυτούς παράτησαν τις εύπορες οικογένειές τους και τις σπουδές τους σε σπουδαία πανεπιστήμια (όπως στην περίπτωση της μαμάς των κοριτσιών) για να ακολουθήσουν το καραβάνι της αγάπης που τους οδήγησε σε μία αγροτική περιοχή στο Νάσβιλ, Τενεσί. Εκεί, κάτω από την spiritual, φιλοσοφική (και σε καμία περίπτωση θρησκευτική, αιρετική, φανατική) εποπτεία του Στίβεν Γκάσκιν, δημιούργησαν ένα πρότυπο κοινόβιο, Τη Φάρμα. Σκοπός τους να αποδείξουν ότι υπάρχει εναλλακτικός τρόπος ζωής από τον Καπιταλισμό. Μπορούσαν να νικήσουν το Σύστημα. Εφτιαξαν νέους κανόνες (μοίρασαν με αυστηρή ισότητα ωράρια και εργασίες, μοιραζόντουσαν τα σπίτια, το φαγητό και τους καρπούς των κόπων τους, απαγορευόταν οτιδήποτε «που μπορούσε να τους κοιτάξει κάποτε στα μάτια» στο πιάτο τους (ήταν οι πρώτοι vegans πριν εφευρεθεί ο όρος), καμία χημική ουσία στα σώματά τους, δεν επιτρεπόταν το αλκοόλ ή τα ξεσπάσματα οργής και ζήλειας. Τα παιδιά τους μεγάλωναν σε μία τεράστια οικογένεια, φοιτούσαν στο σχολείο της φάρμας, δεν είδαν ποτέ τηλεόραση, δεν έφαγαν μπέργκερς, δεν μάσησαν τσιχλόφουσκες. Οι γονείς τους, η κοινωνία (εκτός από τους ντόπιους που τους αγαπούσαν και τους στήριζαν), το FBI (που τους παρακολουθούσε για χρόνια) τους αποποιήθηκαν, τους πολέμησαν, αποτύπωσαν στα ιστορικά βιβλία που όλοι μετά διαβάσαμε την κίνηση αυτή ως μία γραφική επανάσταση της ποπ κουλτούρας. Sex drugs και woodstock. Ηταν όμως έτσι;
Παρακολουθώντας το συναρπαστικό και σε στιγμές άκρως συγκινητικό ντοκιμαντέρ των αδελφών Ρενέ και Ναντίν Μούντο, «American Commune», συνειδητοποιείς πόσο λίγα ξέρεις για το κίνημα των παιδιών των λουλουδιών κι αναρωτιώσαι αν αυτό είναι τυχαίο, ή σκόπιμα επικράτησε η συντηρητική ανάγνωση της επανάστασής τους, ο χλευασμός και η υπογράμμισης της αποτυχίας των κοινόβιων. Συγκεντρώνοντας αρχειακό υλικό από τα 70ς και παρακολουθώντας με ψυχραιμία τις αφηγήσεις των γονιών τους, φίλων της εποχής αλλά και του ίδιου του Στίβεν Γκάσκιν, τα λάθη οργάνωσης ή χειρισμού στη Φάρμα παρουσιάζονται αδέκαστα, κάποια ουτοπικά όνειρα γκρεμίζονται (π.χ. οι κοινόβιοι γάμοι δεν μπορούν να αντέξουν απέναντι στην ζήλεια και τον ανταγωνισμό της ανθρώπινης φύσης), αλλά ταυτόχρονα καταρρίπτονται και τα στερεότυπά μας: 300 παιδιά, 18-25 χρονων, στερήθηκαν ανέσεις, δούλευαν σκληρά 15 ώρες την μέρα καλλιεργώντας τη γη και χτίζοντας τα σπίτια τους και μοιράζοντας το φαγητό τους, για να αποδείξουν σε μία Αμερική που ήθελε αλλαγή ότι... μπορεί να υπάρξει! «Δεν κάνουμε καμία επανάσταση» δήλωνε στις κάμερες ο Στίβεν Γκάσκιν. «Αλλαγή θέλουμε, όπως κι εσείς». Και στην ερώτηση γραβατωμένου ρεπόρτερ «μα, όλα τα κοινόβια απέτυχαν, εσείς γιατί επιμένετε;», ο Γκάσκιν, πολύ ήρεμα και σταθερά, τον κοιτάει στα μάτια. «Δεν απέτυχαν όλα τα κοινόβια. Υπάρχουν ιστορικά παραδείγματα που έχουν πετύχει. Το ένα ονομάζεται Ρώμη και το άλλο Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής...»
Συναντήσαμε την Ναντίν Μούντο, η οποία βρέθηκε στο 16ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να παρουσιάσει η ίδια το ντοκιμαντέρ της και είχαμε χιλιάδες ερωτήσεις. Ουτοπικό να πιστέψουμε ότι θα μπορούσαμε να τις απευθύνουμε όλες. Αλλά το προσπαθήσαμε.
Η Ναντίν και Ρενέ Μούντο σήμερα
Το ντοκιμαντέρ ξεκινά με μία ανάγκη οικογενειακής ενδοσκόπησης. Εσύ κι η αδελφή σου θέλατε να επιστρέψετε στον τόπο και τον τρόπο που μεγαλώσατε τα πρώτα 10-12 χρόνια της ζωής σας. Θέλατε να στριμώξετε τους γονείς σας για απαντήσεις. Μετά όμως εξελίσσεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ιστορικής και πολιτικής σημασίας...
Ναι, αυτή είναι η αλήθεια. Η Ρενέ κι εγώ δουλεύαμε χρόνια για το MTV. Κανείς δεν ήξερε το παρελθόν μας. Οτι ήμασταν παιδιά που μεγάλωσαν μέχρι το 1984 σε κοινόβιο. Μόλις βγήκαμε στον έξω κόσμο, τρομάξαμε. Το κρύψαμε και το κρύβαμε για χρόνια. Μπορούσαμε να αισθανθούμε την καχυποψία, την απαξίωση, τον χλευασμό του τρόπου ζωής των χίπηδων - δε θέλαμε να δείξουμε ότι είχαμε καμία σχέση μαζί τους. Μέχρι που κάποια στιγμή αρχίσαμε να δουλεύουμε σε κάποια reality shows του MTV που έδειχναν πώς μεγαλώνουν κάποια πλουσιόπαιδα. Την σπατάλη και την ασυδοσία. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πόσο θα σοκαριζόντουσαν αν τους διηγούμασταν τη δική μας ανατροφή. Κι επειδή ήταν κάτι που μας έκαιγε, αποφασίσαμε να το αντιμετωπίσουμε. Δεν είχαμε κάτι συγκεκριμμένο υπόψη μας. Οι πρώτες σκέψεις δεν ήταν καν για μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ...
Η ευτυχισμένη οικογένεια Μούντο στα χρόνια της Φάρμας
Πόσο μεγάλη πρόσκληση και τι βαθμό δυσκολίας έχει να ανοίγεις την κάμερα στην μητέρα σου και στον πατέρα σου; Πόσο σας δυσκόλεψε να κινηματογραφείτε κάτι τόσο προσωπικό;
Ηταν πολύ δύσκολο. Και πολύ σουρεαλιστικό. Υπάρχουν στιγμές που κοιτούσα το υλικό και ήθελα από συστολή να το κόψω. Τότε επενέβαινε η αδελφή μου κι ο μοντέρ μας και επέμεναν ότι εδώ δεν χωράνε ντροπές. Επρεπε να πούμε την ιστορία ολόκληρη. Ηταν εξαιρετικά δύσκολο. Φεύγοντας από τη Φάρμα, οι γονείς μας δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ στο ίδιο δωμάτιο εδώ και 30 χρόνια σχεδόν. Ομως, συνέβη και το ανάποδο: η πρόφαση της κάμερας, το να κρύβεσαι πίσω της ως σκηνοθέτης, σε κάνει πιο δυνατό για να ρωτήσεις τις δύσκολες ερωτήσεις.
Το ντοκιμαντέρ άνοιξε σε ένα πιο κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό φάσμα στην πορεία του; Κατά τη διάρκεια της έρευνας; Ή εσείς το είχατε εξαρχής στο μυαλό σας να πείτε την ιστορία του Αμερικανικού Κοινόβιου;
Ηταν ένας συνδυασμός των δύο. Σε πρώτο πλάνο ήταν η οικογενειακή μας ιστορία. Ομως συνειδητοποιήσαμε ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη να ακουστεί για πρώτη φορά και η Ιστορία. Οτι δεν ήταν όλα τα κοινόβια τόποι φανατισμού. Δεν κατέληγαν όλες οι ιστορίες σε ομαδικές αυτοκτονίες, ανδροκρατούμενα χαρέμια πολυγαμίας, ή παιδεραστία. Ολα αυτά τα παραδείγματα έχουν καπελώσει και ιστορίες σαν αυτή της Φάρμας. Θέλαμε λοιπόν να την αφηγηθούμε. Καταλάβαμε επίσης ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ντοκιμαντέρ ως οποιαδήποτε άλλη ταινία: χρειαζόμασταν αφήγηση με ρυθμό, ενδιαφέρον και ψυχαγωγική αξία για το θεατή. Οταν το εκκρεμές έγερνε πολύ στην οικογενειακή μας ιστορία, στρέφαμε το βάρος στα γεγονότα στη Φάρμα. Και το ανάποδο. Φυσικά έπαιξε μεγάλο ρόλο και το τεράστιο αρχειακό υλικό που ανακαλύψαμε και μας έστειλαν επίσης.
Ο Στίβεν Γκάσκιν επί τω έργω
Η προσωπικότητα του Στίβεν Γκάσκιν, αλλά και της συντρόφου του Ινα Μέι, αποτυπώνονται σεβάσμια, ψύχραιμα, αλλά όχι αγιογραφικά. Μοιάζουν πάντως σοφοί άνθρωποι, οι οποίοι όμως τελικά απέτυχαν στο όραμά τους...
Ζουν ακόμα στη Φάρμα. Δεν έφυγαν ποτέ. Είναι απίστευτο. Δύο υπέροχοι άνθρωποι που παρέμειναν συνεπείς στη φιλοσοφία τους απέναντι στη ζωή - όσο μπορούσαν τουλάχιστον. Δεν ξέρω ακριβώς τις λεπτομέρειες - σίγουρα είναι καταγραμμένοι σε εκλογικούς καταλόγους και πληρώνουν φόρους- αλλά ταυτόχρονα δίνουν το παράδειγμα μίας λιττής ζωής σε μία οργανική φάρμα. Το ξέρετε ότι η Ινα Μέι (η πρώτη «μαμή», η οποία έγραψε ριζοσπαστικά βιβλία μετά για τη φυσιολογική γέννα) έχει ψηφιστεί ως μία από τις 50 πιο επιδραστικές γυναίκες της αμερικανικής ιστορίας; Ο Ντέιβιντ είναι πολύ άρρωστος και μεγάλος πια. Δεν έχει πολύ χρόνο μπροστά του. Ομως μας μιλούσε για ώρες. Του αρέσει να μιλάει. Είναι γεννημένος Δάσκαλος. Πληγώθηκε πολύ όταν στα 80ς ο υπερπληθυσμός της Φάρμας διέλυσε το πρότζεκτ, και οι νεότεροι αγνόησαν τους θεμελιώδεις κανόνες του και τον έδιωξαν από το διοικητικό συμβούλιο. Από όλο το υλικό που είχαμε βάλαμε ψήγματα από τις κουβέντες μας - κι αυτά που μας φάνηκαν τα πιο ανθρώπινα. «Γιατί Ντέιβιντ σταμάτησες τις κυριακάτικες λειτουργίες σου;» «Γιατί κανείς πια δεν εμφανιζόταν...»
Τι συγκράτησες τελικά από την επιστροφή σου στα παιδικά σου χρόνια και στη Φάρμα; Γιατί απέτυχε, κατά τη γνώμη σου, το μοντέλο του αμερικανικού κοινόβιου;
Νομίζω ότι όπως όλες οι προσπάθειες να φτάσεις στο άλλο άκρο συμπεριφοράς και αντίληψης, το αμερικανικό κοινόβιο απέτυχε γιατί κάποιες θεωρίες και εφαρμογές του ήταν υπερβολικές. Οχι δεν μπορούμε να ανοίξουμε τις πόρτες και την αγκαλιά μας σε όλο τον κόσμο - ο υπερπληθυσμός ανατίναξε τις ισορροπίες, μας έκανε όλους φτωχούς. Επίσης, η ανιοδιοτελής αγάπη δεν υπάρχει. Τα παιδιά των πολυσυλλεκτικών γάμων μεγάλωσαν μπερδεμένα. Οι γονείς και συν-σύντροφοι επίσης μπερδεύτηκαν: κανείς δεν μπορεί να νικήσει τη ζήλεια, τον ανταγωνισμό, την ανθρώπινη φύση. Ομως, το ντοκιμαντέρ, εμένα προσωπικά, μου πρόσφερε κάθαρση και αποδοχή και συγκίνηση. Γιατί κατάλαβα ότι οι πρώτοι τουλάχιστον άποικοι της Φάρμας, ανάμεσά τους και οι γονείς μου, την πίστεψαν ειλικρινά. Είχαν ένα όνειρο και αγωνίστηκαν για αυτό. Δούλεψαν σκληρά και ακόμα κι αν απέτυχαν είχαν τις καλύτερες προθέσεις. Πόσοι μπορούμε να το πούμε αυτό σήμερα;
Αυτό που ήταν εξαιρετικά συγκινητικό στο ντοκιμαντέρ όμως, και θα προσπαθήσω να το διατυπώσω χωρίς spoilers γιατί έρχεται στο τελευταίο 10λεπτο ως ανατροπή, είναι ότι η συλλογικότητα, το μοίρασμα και η αγάπη δεν έχουν χαθεί. Η Φάρμα εμφανίζεται στη ζωή σου όταν το έχεις πιο πολύ ανάγκη...
Ναι, ήταν απίστευτο. Ζούμε σε κυνικούς καιρούς που μας διδάσκουν καθημερινά να μην πιστεύουμε σε τίποτα συλλογικό. Οτι οι άνθρωποι έχουν γίνει αδίστακτοι και υπέρμετρα φιλόδοξοι και εγωιστές. Κι όμως, τελικά έχουμε την ανάγκη της προσφοράς. Αρκεί να βρεθεί μία ευκαιρία...
Η μικρή Ναντίν με την μητέρα της στους αγρούς. «Ακόμα κι όταν έκλεινα κατάκοπη τα μάτια μου το βράδυ έβλεπα αγγούρια» εξομολογείται η μητέρα της στην κάμερα. «15 ώρες στα χωράφια μπορούν να στο κάνουν αυτό...»
Αν σου παρουσιαζόταν μία ευκαιρία, θα μεγάλωνες τα παιδιά σου σε μια Φάρμα;
Είναι πολύ υποθετική ερώτηση. Δεν ξέρω. Ναι, ίσως. Αλλά σε κάτι πιο ισορροπημένο. Θα ήθελα ο καθένας να έχει το σπίτι του μέσα σε μία έκταση. Να μοιραζόμαστε δουλειές, υποχρεώσεις, να βοηθάμε ο ένας στην ανατροφή των παιδιών του άλλου, αλλά στο τέλος της μέρας να έχουμε προσωπικό, οριοθετημένο χώρο. Δεν έχω παιδιά, η αδελφή μου έχει και είναι πολύ καλά παιδιά, υπέροχα. Ομως όπως και κάθε παιδί της εποχής τους, το μόνο που θέλουν είναι την επόμενη Μπάρμπι. Πώς το κατανικά μία κοινωνία αυτό; Κόβεις την τηλεόραση, γεμίζεις την μέρα τους με δραστηριότητες, τέχνη, διάβασμα. Και πάντα ξεπηδά η λαχτάρα για την νέα Μπάρμπι. Και η δική σου ευθύνη απόφασης: έχεις δικαίωμα να τη στερήσεις;