Το «Δεν Ησουν Ποτέ Εδώ» είναι η ταινία που έσωσε τη Λιν Ράμσεϊ μετά τη μεγάλη περιπέτεια του «Η Τζέιν Πήρε το Οπλο της» και που κλείστηκε για να συμμετάσχει στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 70ού Φεστιβάλ Καννών τόσο εσπευσμένα, ώστε στην πρώτη του παγκόσμια προβολή να μην έχει ακόμη ούτε τίτλους τέλους.

Μόνο που αυτό δεν είναι το μόνο πράγμα που έλειπε τον περασμένο Μάιο από την καινούρια ταινία της δημιουργού που αγαπήθηκε πολύ με το «Ratcatcher», αποθεώθηκε με το «Morvern Callar» και ενηλικιώθηκε με το «Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν» για να θεωρείται εδώ και χρόνια μια από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές δημιουργούς που βγήκαν ποτέ από τη Μεγάλη Βρετανία, λάτρης της υπόγειας βίας και του στιλ που βρίσκεται πάντοτε πάνω από την ουσία της ιστορίας που θέλει κάθε φορά να αφηγηθεί.

Στο «Δεν Ησουν Ποτέ Εδώ» συμβαίνει σίγουρα το δεύτερο, αφού η ιστορία, αν και βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Εϊμς (και βραβευμένη ως σενάριο από το Φεστιβάλ Καννών - εξ ημισείας με το «Θάνατο του Ιερού Ελαφιού» των Γιώργου Λάνθιμου και Ευθύμη Φιλίππου), μοιάζει να είναι το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει τη Ράμσεϊ, μπροστά σε μια κατασκευή ενός αστικού γουέστερν, όπου ο μοναχικός καουμπόι του Χοακίν Φίνιξ, συναντά και φλερτάρει συνεχώς με το θάνατο σε μια αποστολή που καθώς ανοίγει το βλέμμα στην πολιτική διαφθορά τον οδηγεί πιο βαθιά στον αποξενωμένο εαυτό του.

Δεν συμβαίνει ωστόσο το πρώτο, αφού η Ράμσεϊ επιλέγει εδώ η βία να είναι απτή, το αίμα να κυλάει άφθονο και οι σκηνές που προσπαθείς να δει με μισόκλειστα μάτια περισσότερες απ' ότι οι υπόλοιπες.

Δεν είναι ότι δεν μπορείς να αντιληφθείς τι ακριβώς προσπαθεί να κάνει η Λιν Ράμσεϊ ενορχηστρώνοντας πάνω στο ανατριχιαστικό αν και μελωδικό score του Τζόνι Γκρίνγουντ μια σονάτα υπαρξιακής βίας και αποξένωσης με φόντο τη Νέα Υόρκη και απολήξεις που ξεκινούν από τον «Ταξιτζή» του Μάρτιν Σκορσέζε για να φτάσουν μέχρι τις πιο καταραμένες στιγμές του Εϊμπελ Φεράρα. Ούτε ότι δεν πιάνεις τον εαυτό σου να γοητεύεται και μάλιστα πολύ από την επιμονή της να μπει βαθιά - για πρώτη φορά στη φιλμογραφία της - μέσα στον ψυχισμό ενός τραυματισμένου (κυριολεκτικά και μεταφορικά) άντρα που διασχίζει το αιματοβαμμένο αμερικάνικο όνειρο χάνοντας σφαίρα με τη σφαίρα (ή καλύτερα τσεκουριά με την τσεκουριά) την ψυχή του.

Το «Δεν Ησουν Ποτέ Εδώ» είναι, όμως, μια ταινία για την απόλυτη αποξένωση του σινεμά από το περιεχόμενό του. Και αυτό δεν το λέμε για καλό, ειδικά αν προσθέσει κανείς πως η άσκηση της Λιν Ράμσεϊ πάνω στη φόρμα αγγίζει και επίπεδα σπουδαστικού σινεμά, με δωρεάν σεναριακές λύσεις, δήθεν ποιητικές στιγμές και ακόμη πιο δήθεν ακύρωση των ειδών με σκηνές που θα συναντούσες στο σινεμά ενός πρωτοεμφανιζόμενου ή κάποιου υπερβολικά υπερφίαλου σκηνοθέτη.

Δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή στη διαδρομή του Τζο που να σε ενδιαφέρει πραγματικά, είτε αυτή έχει να κάνει με το (πόσο γραφικό πια) παρελθόν του στο Ιράκ, είτε με τη σχέση του με τη μητέρα του που βρίσκει κι αυτή μια σινεφιλική αναφορά στο «Ψυχώ» του Αλφρεντ Χίτσκοκ - σε μια λογική του όσο περισσότερο κλείνουμε το μάτι στο θεατή τόσο αυτός ξεχνιέται ότι βλέπει κάτι που δεν έχει σημασία. Πόσω μάλλον όταν το πολιτικό κομμάτι της ταινίας - η διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια της πολιτικής ζωής της χώρας σε συνδυασμό με τη διακίνηση παιδιών που πουλιούνται σε σεξουαλικό εμπόριο - αντιμετωπίζεται σχηματικά και περισσότερο σαν σχέδιο υπόθεσης παρά σαν μια ουσιαστική κριτική απέναντι σε μια χώρα και ένα κόσμο προορισμένο να λυγίσει κάτω από το βάρος της υποκρισίας.

Εχοντας στα χέρια της έναν από τους σπουδαιότερους - ίσως τον σπουδαιότερο - ηθοποιό της γενιάς του, η Λιν Ράμσεϊ καταφέρνει να κάνει ακόμη και αυτόν τον Χοακίν Φίνιξ να μοιάζει ψεύτικος, εδώ σε μια δωρεάν σωματική ερμηνεία που έρχεται να προσθέσει ακόμη ένα κενό σε μια ταινία που της λείπουν τελικά τόσα πολλά πράγματα ώστε να απέχει πάρα πολύ από το υπαρξιακό τριπάκι και το εφιαλτικό νεο-γουέστερν με το οποίο η Σκοτσέζα δημιουργός του θέλησε να περάσει στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.