Κρήτη, επιστροφή στις ρίζες, μεγάλη ομορφιά στη φύση και στους άντρες επίσης, η ελπίδα που γεννά η γη σε αντιδιαστολή με τις απογοητεύσεις που φέρνει η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας.

Ο ήρωας του «Ξα μου» (η κρητική έκφραση για το «δικαίωμά μου»), ο Τζόνι, είναι ένας 55χρονος πετυχημένος, ως τώρα, επαγγελματίας, σύζυγος και πατέρας τριών παιδιών, διευθυντής ξενοδοχείου στην Κρήτη, που ξαφνικά βρίσκεται χωρίς δουλειά και χωρίς ορατή προοπτική για το μέλλον. Ενώ ο ίδιος κρύβεται στο σκοτεινό playroom της ευήλιας μονοκατοικίας του και τζογάρει ηλεκτρονικά, με προτροπή της γυναίκας του περνά μια μέρα με τους ντόπιους παραγωγούς, έναν ψαρά, τους αμπελουργούς, έναν νεαρό και φιλόδοξο τυροκόμο κι αρχίζει να διακρίνει ένα μέλλον στην εκμετάλλευση των προϊόντων της κρητικής γης και την προώθησή τους στο εξωτερικό.

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Κλειούς Φανουράκη κάνει, από το πρώτο πλάνο της, προφανές το πού θα καταλήξει. Βασισμένη στις ομορφιές του τοπίου και τα θετικά στερεότυπα για τους Κρητικούς, στήνει μια κοινωνική κομεντί - πρόσκληση στον τόπο της. Το φιλμ αφθονεί σε κρητικά, βουτά στο φολκλόρ αλλά χωρίς υπερβολές, έχει και μαντινάδες και λαγούτα, και την Αννα Φόνσου σε ρόλο-αστραπή.

Ωστόσο, η σκηνοθεσία έχει έναν ευχάριστο ρυθμό, ο Γιώργος Χωραφάς κρατά με άνεση και γοητεία τον κεντρικό ρόλο, ο Λευτέρης Ελευθερίου (των AbOvo και του «Η Γενιά των 592 ευρώ») είναι λαμπερός κι ελκυστικός στην οθόνη, ενώ η κρητική φύση είναι όντως χαρά για τα μάτια κι ηρεμία για το μυαλό.

Στο πλαίσιο, άρα, τουριστικών ταινιών για άλλες όμορφες εξοχές, όπως της Τοσκάνης ή της Νότιας Γαλλίας, σαν το «Ενα Ταξίδι 30.5 Μέτρα Μακριά», δεν έχει κάτι να ζηλέψει, αντίθετα λειτουργεί πολύ πιο αποτελεσματικά απ' όποιο σποτάκι του ΕΟΤ.