Αθήνα, Χειμώνας 2010. Ο Στέλιος Δημητρακόπουλος έχει 32 ώρες πριν χάσει τα πάντα. Από το τζαζ μπαρ που με πολύ κόπο διατηρεί σε λειτουργία εδώ και χρόνια, μέχρι την ίδια του την οικογένεια. Ο Ρουμάνος γκάνγκστερ που του έχει δανείσει χρήματα, απαιτεί να εξοφληθεί το χρέος τώρα. Ο μεσολαβητής και πρώην φίλος του Στέλιου, τον υποχρεώνει σε διάφορα παράνομα θελήματα. Η σύζυγος σκέφτεται σοβαρά να τον εγκαταλείψει και ένας ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες, σηκώνει επιτέλους το ανάστημα του. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, ο χρόνος τρέχει, και το έλατο στο σπίτι του Στέλιου πρέπει να στολιστεί.

Στο μικρό ακόμη σαν ποσότητα, αλλά μεγάλο σε κινηματογραφικό βάθος σύμπαν του Αλέξη Αλεξίου η πραγματικότητα και το όνειρο δεν είναι ποτέ δύο διαφορετικές και αντικρουόμενες συνθήκες.

Η αλήθεια και η ονειρική της αντανάκλαση, σε ενιαίο και αδιαχώριστο σύνολο, είναι η βάση της αφηγηματικής δεινότητας ενός δημιουργού που δεν αναρωτιέται ποτέ για το ρεαλισμό των καταστάσεων που καταγράφει, αλλά προτιμά να κρατά τα ερωτηματικά του για τον ατόφιο κινηματογραφικό διαχωρισμό ανάμεσα στη ζωή και το σινεμά.

Οπως ακριβώς η «Ιστορία 52», ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων (εντός και εκτός συνόρων), έτσι και η πιο φιλόδοξη «Τετάρτη 04:45» ζει και αναπνέει μέσα στο σύμπαν ενός εφιάλτη που γεννιέται, ανακυκλώνεται, κορυφώνεται και τελικά επιβιώνει πάνω από κάθε ρεαλιστική του αναφορά ως ένα αυθεντικό κομμάτι σινεμά.

Ναι, αυτές οι βασανιστικές 32 ώρες της ζωής του Στέλιου θα μπορούσαν να είναι «βασισμένες σε αληθινή ιστορία», με την ίδια ακριβώς αλληλουχία των γεγονότων μέχρι το καθαρτικό φινάλε – ένα πραγματικό συμβάν γραμμένο σε μια καθημερινή εφημερίδα για το πώς ένας άνθρωπος προτίμησε να χάσει τον εαυτό του προκειμένου να μην χάσει τα πάντα.

Ο Αλεξίου, όμως, δεν ενδιαφέρεται για το ρεαλισμό και αν εμπνέεται από την οικονομική κρίση μεταφέροντάς την ολόκληρη στους ώμους ενός καθημερινού ανθρώπου, το κάνει μόνο για να ξεκινήσει το... σινεμά.

To «Τετάρτη 04:45» δεν είναι μια παραβολή, παρά την ευκολία με την οποία κάποιος θα το καταχωρούσε ως τέτοια προκειμένου να προχωρήσει με άνεση στην οποιαδήποτε κοινωνιολογική ανάλυση της πορείας του Στέλιου σε ευθεία αναλογία με μια χώρα (την Ελλάδα) ή και ολόκληρο το σύγχρονο άδικο κόσμο.

Το «Τετάρτη 04:45» είναι ένα νουάρ, σχεδόν χωρίς την προσθήκη του νεό- μπροστά από το τίτλο του. Ενα νουάρ φτιαγμένο με απόλυτη γνώση του είδους, των ανατροπών και κυρίως της ατμόσφαιρας που το ανέδειξε στο κατεξοχήν genre των πιο σκοτεινών εποχών της ιστορίας του 20ου αιώνα – γέννημα θρέμμα της... οικονομικής ύφεσης πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ταυτόχρονα μια απόπειρα υπερρεαλισμού με αφετηρία την πραγματικότητα και τερματισμό το μελόδραμα.

Ηδη από τις πρώτες σκηνές, το voice-over και τα κεφάλαια που τεμαχίζουν τη δράση, ο Αλέξης Αλεξίου θέτει το νουάρ περίβλημα για τη δική του ιστορία, τον δικό του εφιάλτη, τη δική του διαδρομή ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να είναι και νεκρός στο ρόλο ενός αφηγητή όλων όσων συνέβησαν λίγο πριν πεθάνει.

Μέσα από neon φωτισμούς, αντανακλάσεις και μια Αθήνα μουσκεμένη ως το κόκαλο από το πηχτό σκοτάδι και τη βροχή, η σε αντίστροφη μέτρηση διαδρομή του Στέλιου βρίσκει τις στάσεις της σε μια σειρά από συναντήσεις με το πεπρωμένο και την ίδια στιγμή με το μη αναστρέψιμο ολόκληρης της ζωής του. Κάθε βήμα του Στέλιου προς την... επιβίωση δεν είναι παρά ένα παιχνίδι με το παρελθόν και τη μοναδική του αντιφατική ευκαιρία: καθώς ο χρόνος τρέχει σε βάρος του, να σταματήσει το φρενήρες ρολόι της καθημερινότητάς του και να κοιτάξει τα πράγματα και τον εαυτό του σαν να ήταν η πρώτη φορά που θα τολμήσει να το κάνει.

Διανύοντας όλη την απόσταση ανάμεσα στο κλασικό αμερικάνικο νουάρ και τον Τζον Γου, όλο το σινεφιλικό μονοπάτι που ενώνει εκ των πραγμάτων τον Ντέιβιντ Λιντς με το μελόδραμα και τις ασυνείδητες αρχικές κόμικς καταβολές των φιλμ νουάρ με το «Sin City» του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, ο Αλέξης Αλεξίου περιπλανιέται μέσα στη δική του χριστουγεννιάτικη αμαρτωλή μητρόπολη αποφασισμένος να σε βυθίσει στον απόλυτο εφιάλτη.

Και το καταφέρνει με τη βοήθεια του Χρήστου Καραμάνη σε μια από τις πραγματικά σπουδαίες διευθύνσεις φωτογραφίας που είδαμε τελευταία, με τη μελαγχολία που κουβαλά στο βλέμμα και το σώμα του ο Στέλιος Μάινας στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τα μελοδραματικά συνθς του Felizol στη μουσική και τα ρετρό ελληνικά τραγούδια που υπογραμμίζουν τη ναίφ ελαφρότητα μιας απολαυστικά φορτισμένης διαδρομής προς το αιματοβαμμένο φινάλε.

Αλλά κυρίως το καταφέρνει - ακόμη και αν στην πορεία παρασύρεται συχνά από μια αυνανιστική λατρεία πάνω στο στιλιζάρισμα, αφήνει ανεκμετάλλευτους ήρωες που εμφανίζονται και χάνονται, υπερτονίζει το «ελληνικό» 2010 και μετράει και αυτός αντίστροφα προς μια διορία που πρέπει πάσει θυσία να συναντήσει - με την τέχνη και την τεχνική ενός σκηνοθέτη που όχι μόνο έχει όραμα, αλλά ξέρει τους τρόπους με τους οποίους θα το υπηρετήσει.

Επιβεβαιώνοντας όχι μόνο με τον καλύτερο τρόπο τις υποσχέσεις που είχε δώσει με την «Ιστορία 52», αλλά φτιάχνοντας ακόμη ένα ατόφιο κομμάτι σινεμά που μοιάζει με έναν εφιάλτη μέσα στην πραγματικότητα και μια πραγματικότητα μέσα σε ένα εφιάλτη, σαν αυτόν που πεισματικά αρνίομαστε να πιστέψουμε ότι ζούμε.

Το Flix και η Uber σας πάνε σινεμά! Μάθετε πώς μπορείτε να έχετε την πρώτη διαδρομή δωρεάν. Ή, πιο απλά, πατήστε εδώ, καλέστε uberTAXI και... φύγατε!

Διαβάστε ακόμη: