Στην Τεχεράνη του 1988, οι προσπάθειες της Σιντέχ να επιστρέψει στις ιατρικές σπουδές της αποβαίνουν άκαρπες, λόγω του ακτιβίστικου παρελθόντος της. Ο σύζυγός της καλείται να υπηρετήσει στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, που συνεχίζεται για όγδοη χρονιά, ενώ οι βομβαρδισμοί και οι επιδρομές πλησιάζουν επικίνδυνα το διαμέρισμά τους. Φίλοι και συγγενείς αποχωρούν ατάκτως από την πόλη και η Σιντέχ μένει μόνη με τη μικρή της κόρη, Ντόρσα, η οποία μοιάζει να αρρωσταίνει όλο και περισσότερο. Αρχικά, η Σιντέχ αποδίδει τη συμπεριφορά του παιδιού της στην εξαφάνιση της αγαπημένης της κούκλα, αλλά με δισταγμό αρχίζει να συνειδητοποιεί σταδιακά ότι απόκοσμα πνεύματα τους στοιχειώνουν.

Από τον «Nosferatu» μέχρι τον «Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι», μερικές από τις καλύτερες ταινίες τρόμου στην ιστορία του σινεμά κατάφεραν να αποτυπώσουν το πνεύμα της εποχής τους, καμουφλάροντας εκούσια ή ακούσια κάτω από το ένδυμα δαιμόνων, τεράτων και παρανοϊκών δολοφόνων κάτι από τη φρίκη της πραγματικής ζωής και ενίοτε το πολιτικοκοινωνικό κλίμα της περιόδου κατά την οποία δημιουργήθηκαν.

Το «Στη Σκιά του Φόβου» του Ιρανού, αλλά πολιτογραφημένου Βρετανού σκηνοθέτη Μπαμπάκ Ανβάρι ανατρέχει μεν στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας του (τη ρημαγμένη από τον πόλεμο Τεχεράνη της δεκαετίας του ’80), και οι πολιτικοκοινωνικές αναφορές του αποτελούν σαφέστατα μια συνειδητή επιλογή, παρ’ όλα αυτά η ταινία προκαλεί άμεσα συγκρίσεις με ανάλογες κλασικές αλληγορίες τρόμου.

Τα βασικά στοιχεία της πλοκής φαντάζουν, εκ πρώτης όψεως, γνώριμα σε κάθε θιασώτη του σινεμά τρόμου, θυμίζοντας μάλιστα πιο συγκεκριμένα μια ιρανική εκδοχή του προπέρσινου «The Babadook: Οι Σελίδες του Τρόμου»: μια μόνη, ανυπεράσπιστη γυναίκα σε κίνδυνο, ένα παιδί που μοιάζει να αντιλαμβάνεται (ή διαισθάνεται) περισσότερα από τους ενήλικους γύρω του και, φυσικά, μια μεταφυσική (;) απειλή που επιζητά τον αφανισμό τους.

Ομως ο τρόπος με τον οποίο ο Ανβάρι ενσωματώνει οργανικά στην αφήγησή του ανατριχιαστικά φολκλόρ στοιχεία της ιρανικής και μεσανατολίτικης παράδοσης, και κυρίως μερικά σημαντικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας της χώρας του, καθιστούν το «Στη Σκιά του Φόβου» ένα εξαιρετικά ευφυές και ιδιοσυγκρασιακό δείγμα του είδους, που διόλου δεν υπολείπεται σε σασπένς.

Συχνά η αδίστακτη οντότητα που καταδιώκει τις δύο ηρωίδες του μοιάζει λιγότερο απειλητική από το ρεαλιστικό περιβάλλον και την καταπιεστική καθημερινότητα που βιώνουν οι χαρακτήρες του: η βαριά σκιά του πολέμου και οι προειδοποιητικές σειρήνες που διακόπτουν διαρκώς βίαια τη ρουτίνα τους, εγκλωβίζοντάς τους σε κλειστοφοβικά υπόγεια, η αίσθηση της εγκατάλειψης που καλύπτει σταδιακά τα πάντα, το αυταρχικό καθεστώς που στερεί από την πρωταγωνίστρια το δικαίωμα στη μόρφωση λόγω της πρότερης ακτιβιστικής της δράσης ως φοιτήτριας κατά τη διάρκεια της επανάστασης και οι παράλογοι νόμοι που την κατακεραυνώνουν γιατί ξέχασε να φορέσει τη μαντήλα της, ακόμα κι όταν τρέχει πανικόβλητη στους δρόμους για να γλυτώσει τη ζωή της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της.

Ο Ανβάρι περνά το μεγαλύτερο κομμάτι του πρώτου μέρους της ταινίας του χτίζοντας το πορτρέτο μιας κοινωνίας και μιας εποχής όπου όλα μοιάζουν να συνωμοτούν για να ψαλιδίσουν με κάθε τρόπο τις φιλοδοξίες και την ανεξαρτησία κάθε σύγχρονης, δυναμικής γυναίκας, η οποία καταλήγει να νιώθει κυρίαρχος του εαυτού της μονάχα ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της – εκεί που η Σιντέχ μπορεί επιτέλους να κάνει κρυφά γυμναστική με τις βιντεοκασέτες της αγαπημένης της Τζέιν Φόντα.

Οταν πλέον ο Ανβάρι εισάγει δυναμικά πλέον στο φιλμ του το καθαρόαιμο στοιχείο του τρόμου με τη μορφή μια απροσδιόριστης και σχεδόν αόρατης μεταφυσικής δύναμης που μοιάζει να απομυζά τα θύματά του και που αντλεί έμπνευση από την τοπική μυθολογία και παράδοση (ξεχάστε τα χαριτωμένα τζίνι που η δυτική ποπ κουλτούρα μας έχει κληροδοτήσει), η απειλή αυτή μοιάζει να ενσαρκώνει κάθε τι έχει καταδυναστεύσει την ηρωίδα του - και τόσες άλλες γυναίκες σε παρόμοια θέση, αλώνοντας πλέον και το μοναδικό της καταφύγιο από τον έξω κόσμο.

Ακόμα κι όταν εν τέλει η ταινία καταφεύγει στα πιο οικεία τεχνάσματα του σινεμά τρόμου προκειμένου να τινάξει τον θεατή από το κάθισμά του, ο Ανβάρι τα χρησιμοποιεί με φειδώ και εξαιρετικά λειτουργικό τρόπο, αφήνοντας ταυτόχρονα σε μεγάλο βαθμό στη φαντασία του κοινού τη δυσοίωνη πηγή του κακού μέσα από μινιμαλιστικά αλλά αρκούντως απόκοσμα ειδικά εφέ.

Κι εκεί έγκειται η μεγάλη επιτυχία αυτού του εξαιρετικά ελπιδοφόρου σκηνοθετικού ντεμπούτου, που ως βρετανική συμπαραγωγή αποτελεί και την επίσημη πρόταση της Αγγλίας για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας: στο ότι παντρεύει θαυμάσια ένα αδιάκοπα επιβλητικό θρίλερ τρόμου με μια καίρια αλληγορία εύστοχων φεμινιστικών προεκτάσεων.