Το να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα αποτελούσε για χρόνια (και αποτελεί ακόμα σε μεγάλο βαθμό) το πιο σύντομο ανέκδοτο για τους ανθρώπους του χώρου που πασχίζουν με κάθε τρόπο να ασχοληθούν με την κινηματογραφική τέχνη στη χώρα μας, αναγκασμένοι να παλέψουν με την έλλειψη κρατικής υποστήριξης και να υποστούν πάσης φύσεως συμβιβασμούς προκειμένου να κάνουν το όραμά τους πραγματικότητα και να το φέρουν στη μεγάλη οθόνη.

Το οικείο αυτό μοτίβο του άγχους του δημιουργού, τοποθετημένο όμως υπό αυτές τις εξαιρετικά στρεσογόνες και δυσχερείς εγχώριες συνθήκες, αποτελεί το βασικό συστατικό για την κωμωδία του «Too Much Info Clouding Over My Head». Και θα μπορούσε να αποτελέσει ιδανικό υλικό για μια σάτιρα πάνω στο κακοτράχαλο τοπίο της ελληνικής κινηματογραφίας, αν η ταινία δεν έμενε σε αυτά ακριβώς τα όρια ενός ανεκδότου.

Σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής, ο Βασίλης Χριστοφιλάκης υποδύεται τον 35χρονο συνονόματο ήρωα, έναν ψυχαναγκαστικό κι ελαφρώς αρρωστοφοβικό σκηνοθέτη ο οποίος, μερικά χρόνια μετά το ντεμπούτο του, ένα b-movie με τον τίτλο «Gay Nazi Cyborg Zombies in Love» το οποίο κανείς δεν είχε την τύχη(;) να δει, πασχίζει να συγκεντρώσει χρήματα για το επόμενο, πιο «αξιοπρεπές» σκηνοθετικό του βήμα. Για να το καταφέρει, πιέζεται από την παραγωγό του να αναλάβει μια σειρά από ταπεινωτικές για τον ίδιο αναθέσεις: να φωτογραφίσει μια φιλανθρωπική εκδήλωση βορείων προαστίων, να πρωταγωνιστήσει σε μια διαφήμιση και να σκηνοθετήσει το νέο θεατρικό πόνημα μιας ξεπεσμένης τηλεοπτικής ηθοποιού.

Με αυτοβιογραφικά (και αυτοσαρκαστικά) στοιχεία, εμφανείς επιρροές από το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά των ’90s, τον Κέβιν Σμιθ, αλλά και το σύγχρονο ρεύμα του mumblecore, το γυρισμένο σε ασπρόμαυρο «Too Much Info Clouding Over My Head» προσπαθεί αμήχανα να ισορροπήσει κάπου ανάμεσα στον Νίκο Περάκη και στις νευρώσεις του Γούντι Αλεν, όμως παρά τις κάποιες αστείες στιγμές της η σάτιρα παραμένει επιφανειακή, σχηματική και ξεπερασμένη, κατρακυλώντας ενίοτε στα επίπεδα της παιδαριώδους φάρσας, όπως στις τρεις βασικές σκηνές όπου ο ήρωας πασχίζει να φέρει εις πέρας τις προαναφερθείσες αναθέσεις.

Είναι σχεδόν ειρωνικό το γεγονός ότι για ένα φιλμ που περιστρέφεται γύρω από έναν σκηνοθέτη που αγωνίζεται να συγκεντρώσει χρήματα για την ταινία του, ο πενιχρός προϋπολογισμός αποτελεί το μικρότερο από τα προβλήματα του «Too Much Info Clouding Over My Head». Παρά την εμφανώς χειροποίητη και σε σημεία ερασιτεχνική παραγωγή και τις αντίστοιχα άνισες ερμηνείες, αυτά εντοπίζονται κυρίως στο σενάριο, που ούτε διαθέτει τη στοιχειώδη αληθοφάνεια για να κάνει πειστική τη σάτιρά του, ούτε αρκετή δόση τρέλας για να υπερβεί την αναγκαιότητά της. Σχεδόν σύσσωμοι οι χαρακτήρες, πέρα από τον πρωταγωνιστή, παραμένουν μέχρι τέλους μονοδιάστατες καρικατούρες, ενώ κάποιες σκηνές, όπως εκείνη όπου ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με τη γραφειοκρατία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, αντί να αποτυπώσουν τον –υπαρκτό– παραλογισμό των καταστάσεων, φλερτάρουν με τον λαϊκισμό.

Το φιλμ και ο δημιουργός του μοιάζουν εν τέλει να βρίσκουν περισσότερο την ψυχή τους –και μια σχεδόν απρόσμενη τρυφερότητα– στην ειλικρινή αποτύπωση της δύσκολης ενηλικίωσης των 30κάτι Ελλήνων που ζουν την κρίση στο πετσί τους, αναγκάζονται ακόμα να στηρίζονται στα λεφτά των γονιών τους και αποζητούν καταφύγιο και διαφυγή στην αθωότητα της παιδικής τους ηλικίας, καθώς βρίσκονται αντιμέτωποι με ευθύνες που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν.