Ο Tom of Finland επηρέασε όσο λίγοι καλλιτέχνες την gay κουλτούρα και την ομοερωτική εικονοποιεία κατά τον προηγούμενο αιώνα, τόσο στα χρόνια της απαγόρευσης, όταν η ομοφυλοφιλία ήταν ποινικά κολάσιμη, όσο και στα χρόνια της αποδοχής και της απελευθέρωσης, συμβάλλοντας με τα σχέδια και τα σκίτσα του στην απενοχοποίηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητας και της αισθητικής ενός ολόκληρου κινήματος. Στο μεταίχμιο μεταξύ πορνογραφίας και τέχνης, το έργο του κατά κόσμον Τούκο Λακσόονεν προκάλεσε και προκαλεί ακόμα αντιδράσεις για τον έκδηλο και τολμηρό ερωτισμό του, ο Φινλανδός καλλιτέχνης, όμως, αναγνωρίζεται πλέον καθολικά ως ένας πρωτοπόρος δημιουργός και οι προικισμένες (από όλες τις απόψεις) ανδρικές φιγούρες του έχουν βρει τη θέση που τους αξίζει σε γκαλερί και μουσεία όπως το ΜΟΜΑ.

Η ταινία του Ντόμε Καρουκόσκι, ενός από τους πιο πετυχημένους σκηνοθέτες της Φινλανδίας με ταινίες όπως «Ηome of the Dark Butterflies» και το «Lapland Odyssey» στο ενεργητικό του, για την ζωή του Τούκο Λακσόονεν και τη μεταμόρφωσή του στον εμβληματικό Tom, που έγινε τελικά το πιο εξαγώγιμο πολιτιστικό πρϊόν της χώρας του, αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον κυρίως για το αν και πώς θα κατάφερνε να αποτυπώσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε ένα τόσο ριζοσπαστικό κι επιδραστικό έργο. Το τελικό αποτέλεσμα, αν και αποτίει τον πρέποντα φόρο τιμής, δεν παύει να είναι ανερμάτιστο, αποσπασματικό και μετέωρο.

Το πρώτο ημίωρο δημιουργεί μεγάλες προσδοκίες. Μετά από μια ονειρική σεκάνς με διάφορες ανδρικές μορφές, αισθησιακά λουσμένες με ένα φως που παραπέμπει σε πίνακες του Χόπερ, η ταινία μας συστήνει τον Τούκο Λουκόνεν στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στο μεταπολεμικό τραύμα που ακολούθησε. Αναγκασμένος να ικανοποιεί τις ερωτικές επιθυμίες του μέσω ανώνυμων και αγχωτικών επαφών σε πάρκα και παράνομες λέσχες και πάντα με το φόβο μιας αστυνομικής εφόδου, ο Τούκο ψάχνει παράλληλα να βρει και να διαμορφώσει τη δική του δημιουργική φωνή, στιγματισμένος από την ενοχή της ήττας της χώρας του, αλλά και της πισώπλατης επίθεσης και δολοφονίας στη διάρκεια του πολέμου ενός πανέμορφου Ρώσσου στρατιώτη, η μορφή του οποίου θα γίνει τελικά μια από τις βασικές αισθητικές αναφορές για τις ζωγραφιές του. Όλα τα σημαντικά γεγονότα και οι ανεπαίσθητες λεπτομέρειες που θα τον οδηγήσουν τελικά στο πρώτο δημιουργικο ξέσπαμα μπλέκονται αριστοτεχνικά με ένα περίτεχνο μοντάζ που κυριολεκτικά καταφέρνει να μεταδώσει την οργασμική κορύφωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Η συνέχεια, ωστόσο, χωρίς ποτέ να απογοητεύει πραγματικά, παραδίδεται δυστυχώς στις συμβάσεις μιας πιο ακαδημαϊκής κινηματογραφικής βιογραφίας. Με εμφανή προβλήματα εσωτερικού ρυθμού και απότομες χρονικές μεταβάσεις, η ταινία καλύπτει ακροθιγώς και χωρίς ουσιαστική εμβάθυνση την υπόλοιπη ζωή του Λουκόνεν. Η σχέση του με την αδερφή του κι επίσης καλλιτέχνη Κάιγια, στην οποία ο Λουκόνεν άργησε να αποκαλύψει όχι μόνο την ομοφυλοφιλία του, αλλά και το καλλιτεχνικό alter ego του, ο έρωτάς του με τον μακροχρόνιο σύντροφό του Βέλι, ο οποίος ουσιαστικά τον παρακίνησε να κυνηγήσει το καλλιτεχνικό του όραμα στο εξωτερικό, από το πρώτο επεισοδιακό one night stand μέχρι τον πρόωρο θάνατo του τελευταίου, η μετάβασή του στην Αμερική, όπου ως Tom of Finland καθιερώθηκε ως ένας από τους καλλιτεχνικούς ταγούς της υπό διαμόρφωση gay κουλτούρας κι αντίστασης των 60’s και των 70’s και η δημιουργική κρίση κι ανάκαμψη των 80’s, όταν η επιδημία του AIDS οδήγησε τον Λουκόνεν αρχικά στην ενοχή και την αμφιβολία κι εν συνεχεία στην μαχητικότητα και την προάσπιση ενός gay lifestyle προσανατολισμένου στην αυτοπροστασία, προσεγγίζονται επιδερμικά, βιαστικά και συγκεχυμένα, ενώ ο θεατής παίρνει μια ιδέα μόνο τόσο του ασφυκτικού κοινωνικού περιβάλλοντος της Φινλανδίας, όσο και του διονυσιασμού της Αμερικής, αυτής της διπολικότητας δηλαδή μέσα στην οποία ο Λουκόνονεν διαμόρφωσε και συμπορεύτηκε με τον Tom of Finland.

Οι πιο σκοτεινές κι αμφιλεγόμενες πτυχές της προσωπικότητας του Λουκόνεν, όπως η φετιχιστική εμμονή του με το ναζισμό, αποσιωπούνται, ωστόσο η σεναριακή αμηχανία, η οποία υπογραμμίζεται από την παρουσία επτά (!) συντελεστών στο σενάριο, αντισταθμίζεται εν μέρει από την σκηνοθεσία του Καρουκόσκι, ο οποίος καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να οπτικοποιήσει τη διαδρομή του καλλιτέχνη από την αμφισβήτηση στην αυτογνωσία με δωρικά κι αποστειρωμένα πλάνα στην αρχή, τα οποία σταδιακά πάλλονται από ζωή, φως και χρώμα, ενώ η χαρισματική παρουσία του Πέκα Στρανγκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο παλεύει να δώσει μια πιο εμβριθή εικόνα της αντιφατικής προσωπικότητας της οποία υποδύεται και των εμμονών της. Σκανδιναβικά συνεπές κι ακόμα πιο σκανδιναβικά αποστασιοποιημένο, το Tom of Finland απευθύνεται τελικά περισσότερο σ’ αυτούς που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του, παρά στους γνώστες του, χωρίς ωστόσο να μοιράζεται την τρέλα, την προκλητικότητα και, κυρίως τον ερωτισμό του.

«Αν δεν έχω στύση, όσο ζωγραφίζω, τότε ξέρω ότι δεν είναι καλό», λεέι σε μια χαρακτηριστικη σκηνή ο Τούκο/Tom και η ταινία του Ντόμε Καρουκόσκι μένει τελικά στη μνήμη ως μια δημιουργία που δεν καταφέρνει να προκαλέσει κάτι ανάλογο στο θεατή.