«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από αυτή του σαμουράι, εκτός από εκείνη του τίγρη στην ζούγκλα. Ισως…»

Αυτό το απόσπασμα από το Βιβλίο του Μπουσίντο (επινόησης του Ζαν Πιερ Μελβίλ, αν κι αυτό ελάχιστη σημασία έχει) εμφανίζεται στη μεγάλη οθόνη, όσο σε ένα γκρίζο και απρόσωπο διαμέρισμα του Παρισιού αναδύεται μέσα από τις σκιές η αψεγάδιαστη μορφή του Αλέν Ντελόν. Από τα πρώτα κιόλας πλάνα, τον μινιμαλισμό του διαμερίσματος που μοιάζει περισσότερο με δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου, το αχνό φως που μπαίνει δειλά από τα δύο παράθυρα, τον καπνό του τσιγάρου που αναδύεται νωχελικά στο ταβάνι και κυρίως την αποπνικτική σιωπή που περισσότερο υπογραμμίζεται παρά σπάει από το μονότονο τιτίβισμα ενός φυλακισμένου πουλιού στο κέντρο του διαμερίσματος, καταλαβαίνεις ότι ο άγνωστος άνδρας με το αδιαπέραστο κι ανέκφραστο πρόσωπο βιώνει αυτή τη διπλή μοναξιά.

Με μια απόλυτη και χορευτική σχεδόν τελετουργία ο αινιγματικός πρωταγωνιστής φοράει την ατσαλάκωτη καμπαρντίνα του, κοιτάζεται στον καθρέφτη και ισιώνει το γείσο του καπέλου του. Καμία έκφραση και καμία σκέψη δεν αλλοιώνουν τα παγωμένα του χαρακτηριστικά. Εξέρχεται από το διαμέρισμα και με μεθοδικές κινήσεις κλέβει ένα τυχαίο αυτοκίνητο με τη βοήθεια μιας αρμαθιάς από κλειδιά που έχει στο εσωτερικό της τσέπης του παλτού του. Η σιγουριά και η μεθοδικότητα με την οποία εκτελεί τις κινήσεις δείχνουν ότι το έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Με το αλάθητο modus operandi του ο πρωταγωνιστής οδηγεί το κλεμμένο αυτοκίνητο σε ένα γκαράζ, όπου μέσα στη σιωπή ένας μηχανικός αλλάζει τις πινακίδες και με αντάλλαγμα ένα γενναίο χρηματικό ποσό που κανείς εκ των δύο δεν μπαίνει στον κόπο να μετρήσει (είναι παγίως συμφωνημένο άλλωστε) παραδίδει στον οδηγό ένα πιστόλι. Η πρώτη λέξη θα ακουστεί μόλις δέκα λεπτά μετά την έναρξη της ταινίας και θα είναι το όνομα του πρωταγωνιστή από τη γυναίκα που επισκέπτεται στην επόμενη φάση του σχεδίου του: Τζεφ. Μέχρι τότε όμως ο Ζαν Πιερ Μελβίλ έχει ήδη χτίσει το σύμπαν μέσα στο οποίο θα κινηθεί ο κεντρικός του ήρωας: ο Σαμουράι ή, όπως διαχρονικά παγιώθηκε στη χώρα μας, ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο.

Πενήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία της και με την αμετάκλητη πλέον σφραγίδα ως ένα από τα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, η ταινία του Μελβίλ είναι ίσως η πρώτη (ενδεχομένως και η μοναδική) στην ιστορία του κινηματογράφου που κατάφερε να παντρέψει και να ομογενοποιήσει σε ένα τόσο άρρηκτο και αρραγές σύνολο τρεις ολότελα διαφορετικές φιλοσοφίες και κοσμοθεωρίες: την ιαπωνική λιτότητα και πειθαρχία του κώδικα τιμής των θρυλικών πολεμιστών που έδωσαν στην ταινία τον τίτλο της, τον απονενοημένο ρομαντισμό του αμερικανικού ιδιώματος της γκανγκστερικής ταινίας και τον γαλλικό υπαρξισμό.

Στην κινηματογράφηση του Μελβίλ, όπως και στις κινήσεις του Τζεφ Κοστελό, δεν υπάρχει τίποτα περιττό, άλλα όλα διέπονται από την τελετουργική μεθοδικότητα ενός σαμουράι που ασκητικά υπακούει στον προαιώνιο κώδικα τιμής που καθοδηγεί τις πράξεις του. Κι αν στην φεουδαρχική Ιαπωνία η υπακοή οφειλόταν σε έναν ανώτερο αφέντη, εδώ οι κατηγορικές προσταγές και οι απαρέγκλιτοι κανόνες συμπεριφοράς έχουν διαμορφωθεί από τον ίδιο τον κεντρικό ήρωα ως μοναδικός τρόπος επιβίωσης σε έναν κλινικό κι απονεκρωμένο συναισθηματικά κόσμο. Το εμβληματικό ίσιωμα του γείσου της φεντόρας του Τζεφ είναι το αποκορύφωμα αυτής της ιεροτελεστίας, μια νοητή αλλά και κυριολεκτική υπογράμμιση της ευθυγράμμισης του με τον εσωτερικό του νόμο.

Ο Τζεφ Κοστελό είναι ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν κι αυτό συνεπάγεται νομοτελειακά πως είναι κι ένας άνθρωπος χωρίς μέλλον. Μοναδικό του μέλημα είναι η ολοκλήρωση της αποστολής του, ένα θύμα κάθε φορά. Στον κόσμο του η ηθική και το συναίσθημα είναι πολυτέλειες που δεν μπορεί να αντέξει. Η παροδικότητα της ύπαρξής του είναι εμφανής τόσο στο διαμέρισμά του, που μοιάζει περισσότερο με προσωρινό κατάλυμα παρά με σπίτι, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να εγκαταλειφθεί, όσο και στη σχέση του με την Tζέιν, τη γυναίκα που τού παρέχει κάθε φορά βολικά το άλλοθι. Υπάρχει κάτι το ανατριχιαστικά μελαγχολικό στις σποραδικές συναντήσεις τους, μια a priori συμφωνία που υπονοεί ένα αίσθημα που δεν μπορεί να εκδηλωθεί. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα ήταν καταδικασμένο και μάταιο.

Ένας σαμουράι πρέπει να είναι συμφιλιωμένος με τον θάνατο κι αυτή η πεισιθάνατη στωικότητα μετατρέπει τον Τζεφ Κοστελό όχι μόνο σε έναν ρομαντικό τελικά ήρωα που οδηγείται στην αναπόφευκτη κορύφωση της πορείας του, αλλά και σε έναν γνήσιο και μακρινό απόγονο των κλασικών φιλμ νουάρ της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού που αποτέλεσαν μία από τις βασικές αναφορές του Μελβίλ. Η μοναχικότητα του κακοποιού απέναντι στο σύστημα που τον δημιούργησε είναι εμφανής τόσο στις σκηνές του νάιτ κλαμπ, όπου ο Τζεφ Κοστελό σε θα εκτελέσει το πρώτο συμβόλαιο θανάτου και θα επιστρέψει, όπως κάθε δολοφόνος, για την εξιλέωση, όσο και στην ανάκριση που θα ακολουθήσει, όταν θα μπει στο στόχαστρο του αστυνομικού που θα προσπαθήσει να σπάσει το ακλόνητο αλλοθί του.

Ο Μελβίλ δεν πάυει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας να τονίζει σαρδόνια τις ομοιότητες του καθώς πρέπει κόσμου (όπου κινειται ο ανώνυμος επιθεωρητής της αστυνομίας) και του υποκόσμου (όπου κινείται ο Τζεφ). Το αρχηγείο της αστυνομίας, όπου θα διεξαχθεί η πολύωρη ανάκριση, έχει την ίδια λαβυρινθοειδή δομή με το δίκτυο του παρισινού μετρό, όπου ο Τζεφ δραπετεύει μαεστρικά κάθε φορά από τους κατάδιώκτες του. Οι αστυνομικοί που θα τοποθετήσουν έναν κοριό στο διαμέρισμα του Τζεφ χρησιμοποιούν τα ίδια ακριβώς κλειδιά με τα οποία ο Τζεφ κλέβει κάθε φορά ένα αυτοκίνητο.

Μέσα στο αποπνικτικά μουντό και αριστουργηματικά φωτισμένο από τον θρυλικό Ανρί Ντεκέ Παρίσι, το οποίο αντικατοπτρίζει την συναισθηματική δυσχρωματοψία και το υπαρξιακό κενό του πρωταγωνιστή του, ο Μελβίλ μετατρέπει τον Τζεφ Κοστελό σε ένα παλίμψηστο, πάνω στα χαρακτηριστικά και πίσω από το αδιαπέραστο βλέμμα του οποίου μπορεί κανείς να αναγνώσει το απόλυτο τίποτα ενός κυνικού μεταμοντερνισμού ή να προσδώσει απύθμενα υπαρξιακά βάθη και ανησυχίες. Αυτή η αμφισημία υπηρετείται ιδανικά από την αγγελική μορφή και την εξωπραγματική ομορφιά του Αλέν Ντελόν στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του.

Ως γνήσιος τραγικός ήρωας που υπογράφει την καταδίκη του όσο πλησιάζει στην αυτοπραγματωσή του, αλλά και ως γνήσιος σαμουράι που νοηματοδοτεί την ύπαρξή του μόνο με την τελετουργική εκτέλεση του seppuku, ο Τζεφ Κοστελό θα βρει την κάθαρση υποτασσόμενος στον κώδικα τιμής που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του. Ο ρυθμός, η στιβαρότητα και η αβίαστη coolness (λέξη που αν δεν υπήρχε, θα εφευρισκόταν γι’ αυτήν ακριβώς την ταινία) με την οποία ο Ζαν Πιερ Μελβίλ κατέγραψε αυτή την πορεία έγιναν πρότυπο και σημείο αναφοράς για γενιές σκηνοθετών, από τον Τζον Γου και τον Τζόνι Το μέχρι τον Κουέντιν Ταραντίνο, ακόμα και σήμερα, όμως, πενήντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, αυτός ο «Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο» παραμένει αμίμητος, αγέραστος και αξεπέραστος. Ο Τζεφ Κοστελό ήταν και θα παραμείνει για πάντα ένας μοναχικός λύκος.