Στην εξαιρετική «Ανωτέρα Βία» του Σουηδού Ρόμπερτ Οστλουντ, μια ελεγχόμενη χιονοστιβάδα έξω από ένα θέρετρο των Ελβετικών Άλπεων προξενεί μια ανεξέλεγκτη κατολίσθηση στις δυναμικές ενός ανδρόγυνου με δυο παιδιά. Στις «Τρεις Κορυφές» του Γερμανού Γιαν Ζαμπέιλ, χώρος δράσης είναι πάλι οι Αλπεις - οι ιταλικές. Και φυσική καταστροφή μπορεί να μη συμβαίνει καμία, πάντως «χιονοστιβάδες» μπουμπουνίζουν μόνιμα τις σχέσεις στο τρίγωνο άντρας-γυναίκα-παιδί. Ο όλεθρος εδώ έχει προηγηθεί των διακοπών - και είναι ψυχικός.

Τα φαινόμενα απατούν, όπως στο ξεκίνημα της «Βίας». Οι τρεις τους διασκεδάζουν σε μια πισίνα, ο άντρας και το αγόρι με αγώνες κρατήματος αναπνοής, πριν αποσυρθούν σε ένα απόμακρο εξοχικό για ξεκούραση και ξεχυθούν στο χιονισμένο τοπίο για ήρεμες βόλτες. Από τα συμφραζόμενα διαπιστώνουμε σύντομα πως δεν πρόκειται για βιολογική οικογένεια. Ο άντρας, ο Ααρον, είναι ο σύντροφος της γυναίκας, της Λεά, και το αγοράκι, ο Τριστάν, γιος της από τον διαλυμένο γάμο της. Πρώτη πληροφορία-οβίδα. Οι δε διακοπές είναι ιδέα του Ααρον, που θέλει να κερδίσει την αποδοχή του μικρού, ενόψει της πιθανής μετακόμισής τους στο Παρίσι, μακριά από τον πρώην.

Ομως αδύνατο να ενώσεις τις Δολομιτικές Τρεις Κορυφές του μεταφορικού τίτλου σε έναν «γίγαντα». Το παιδί είναι μπερδεμένο, αμφίθυμο. Παίζει με τον άντρα και τον φωνάζει «μπαμπά» (κάτι που δεν αρέσει στη μαμά του), την ίδια στιγμή που τον σαμποτάρει, τον απειλεί με ένα πριόνι ή επιμένει να χωθεί στο ίδιο κρεβάτι με το ζευγάρι. Οι οβίδες εξαπολύονται τώρα η μία μετά την άλλη, μέχρι να ξεκινήσει το τελευταίο ημίωρο του ορεινού περιπάτου του μικρού με τον υποψήφιο μπαμπά, που οδηγεί με ακρίβεια μαθηματική σε έκρηξη βόμβας μεγατόνων.

Τα βουνά παρακολουθούν γαλήνια, το χιόνι κρατά γερά καθώς τα υποκείμενα λιώνουν στην αμφιβολία και την πίκρα. Η Φύση είναι απλή και α-ήθικη, ο Άνθρωπος σύνθετος και μοραλιστής. Ακριβέστερα, μοραλιστές είναι οι ενήλικες μόνο. Το οκτάχρονο αγόρι δεν έχει ακόμα πλήρη αντίληψη των ηθικών κατηγορημάτων, λειτουργεί από ένστικτο και παρορμήσεις. Στην πραγματικότητα, η χιονοστιβάδα εδώ είναι το παιδί. Είναι η «φυσική καταστροφή» που θα εισβάλλει καθοριστικά στο «οικογενειακό» δράμα.

Καταλαβαίνουμε τώρα πόσο προφανείς είναι οι αναγωγές στην «Ανωτέρα Βία». Για να συνθέτει ο Ζαμπέιλ ένα πορτρέτο τόσο ακριβές και υπαινιχτικό μέσα στην κυριολεκτική και μεταφορική παγωνιά, πρέπει να έχει δει εκείνο το φιλμ τουλάχιστον μια φορά. Ομως, παρά την ομοιότητα στο στιλ, η παραλλαγή του είναι εξόχως δημιουργική. Αφενός γιατί βάζει μέσα στη μελέτη της μάχης των φύλων το παιδί, ως εντελώς πρωταγωνιστικό καταλυτικό παράγοντα. Και αφετέρου επειδή εξελίσσει το δράμα σε ένα βραδυφλεγές θρίλερ επιβίωσης που σε κάνει να ψάχνεις για οξυγόνο, χωρίς υπερβολή. Κι αυτό, χωρίς στιγμή να παρατά το παζλ της ψυχανάλυσης –τουναντίον συμπληρώνοντας προσεχτικά τα κομμάτια του μέχρι τελευταίου καρέ. Πρόκειται για μεγάλο μάστορα.