Ο Τζο Τέρνερ εργάζεται ως αναλυτής στην «Αμερικανική Λογοτεχνική Λέσχη της Νέας Υόρκης». Μόνο που στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι παρά ένα παράρτημα της CIA, στελεχωμένο με ειδικούς ερευνητές που αποκωδικοποιούν βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, ακαδημαϊκές εργασίες, ψάχνοντας πληροφορίες, καταγράφοντας στοιχεία και αποκαλύπτοντας κρυμμένα μηνύματα. Κι ο 35χρονος Τζο, με το ψευδώνυμο «Κόνδορας», είναι ένα από τα πιο κοφτερά, νέα μυαλά της οργάνωσης. Η τελευταία του ανάθεση τον βρίσκει να ετοιμάζει μία αναφορά πάνω σ' ένα βιβλίο για την Μέση Ανατολή. Πρέπει να την έχει έτοιμη μέχρι το απόγευμα τον ενημερώνουν οι συνάδελφοί του, όσο εκείνος βγαίνει μέσα στη βροχή για μεσημεριανό φαγητό. Οταν επιστρέφει, τούς βρίσκει όλους δολοφονημένους. Ενημερώνει αμέσως τα κεντρικά γραφεία της CIA, οι απαντήσεις που παίρνει όμως τον πονηρεύουν. Συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει, ότι προσπαθούν να του φορτώσουν το έγκλημα κι ότι πρέπει μόνος του να ψάξει την αλήθεια. Στην πορεία, πιάνει όμηρο του μία νεαρή φωτογράφο, την αναγκάζει να τον κρύψει στο διαμέρισμά της στο Μπρούκλιν και ξεκινά να ξετυλίγει το νήμα της συνομωσίας. Για ποιους δουλεύει στην πραγματικότητα; Τι θέλουν;

Η δεκαετία του 70 ήταν καθοριστική για το αμερικανικό σινεμά. Η κοινωνική και πολιτική αποκαθήλωση κάθε απατηλής πίστης στο «αμερικανικό όνειρο» και της άσπιλης, εξιδανικευμένης, δίκαιης εικόνας «της χώρας των ελεύθερων», είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα, αλλά, κινηματογραφικά, ο αντικατοπτρισμός της σκοτεινής Αμερικής συνέβη στα 70ς. Μπορεί από πάντα (ειδικά στο φιλμ νουάρ) να είχαμε δείγματα μιας ασπρόμαυρης ηθικής με ήρωες με βρώμικα χέρια και μοιραίες γυναίκες με πονηρούς σκοπούς, όμως αυτό ήταν κριτική για την τρωτή ανθρώπινη φύση. Ποτέ πριν η μεγάλη οθόνη δεν είχε λειτουργήσει, στο σύνολό της, ως ο παραμορφωτικός καθρέφτης μιας ξεπουλημένης χώρας που πρόδωσε τους κατοίκους της. Ενός ευρύτερα διεφθαρμένου συστήματος που καταπίνει τους ανθρώπους, στέλνει τα παιδιά του σε άδικους πολέμους, θυσιάζει τους πολίτες στα γρανάζια της καλολαδωμένης του μηχανής.

Στα 70ς το σινεμά (και η τέχνη γενικότερα) σήκωσε το τσιρότο της πολιτικής σήψης, κοίταξε με θάρρος την πληγή, κι αποφάσισε να γίνει το ψέμμα που λέει τις μεγαλύτερες αλήθειες. Τόλμησε να αποποιηθεί τους αλά Τζον Γουέιν πρωταγωνιστές του και να μάς συστήσει τους πρώτους και (διάσημους πλέον) «αντιήρωες». Σκηνοθέτες όπως ο Κόπολα, ο Ντε Πάλμα, ο Πόλακ, o Πάκουλα, ο Πολάνσκι σκιαγράφησαν μια σειρά από πολιτικά θρίλερ και ταινίες είδους που λειτουργούσαν μεταφορικά (ακόμα και τα «Σαγόνια του Καρχαρία» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, όχι δεν είναι μόνο μία ταινία για καρχαρίες) ξεσκεπάζοντας μία τρομαχτική πραγματικότητα, δίνοντας λόγο στον προδωμένο, αποπροσανατολισμένο Αμερικανό κι εκφράζοντας έναν νέο διάχυτο πεσιμισμό. Οι Πατσίνο, Ντε Νίρο, Χάκμαν, Μπίτι, Νίκολσον έγιναν τα τσαλακωμένα πρόσωπα ενός νέου κινηματογραφικού καθεστώτος - αυτού της πολιτικής αναθεώρησης, της ιδεολογικής αμφισβήτησης, των θεωριών συνωμοσίας.

Κάπως έτσι, ένα χρόνο μετά τη «Συνομιλία» του Φράνσις Φορντ Κόπολα και το «The Parallax View» του Αλαν Πάκουλα και λίγο πριν το εμβληματικό «Ολοι οι Ανθρωποι του Προέδρου», ήρθαν «Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα» για να κολλήσουν ένα ακόμα κομμάτι σε αυτό το παζλ των θρίλερ κατασκοπίας, πολιτικής διαταραχής και κοινωνικής δυστοπίας. Ο Σίντνεϊ Πόλακ βασισμένος στο μυθιστόρημα του Tζέιμς Γκρέιντι «Six Days of the Condor» τοποθέτησε τη δράση στη Νέα Υόρκη, φέρνοντας τον ιό της παράνοιας στην καρδιά του αστικού τοπίου. Εστησε τη δράση με το «μαγκάφιν» του χιτσκοκικού σασπένς (ποιος κρύβεται πίσω από τις δολοφονίες) να λειτουργεί βάζοντας το ρολόι και τον ήρωά του να τρέχουν ανάποδα με το χρόνο, αλλά η ρίζα της ταινίας έπιανε πολύ πιο βαθιά: ποιοι μάς κυβερνούν, τι θέλουν από εμάς, τι ετοιμάζουν, που μάς έχουν μπλέξει;

Κι είναι καταπληκτικό πόσο αγέραστες είναι όλες αυτές οι ταινίες. Ναι, ο κινηματογραφικός ρυθμός έχει αλλάξει, έχει σπιντάρει μέσα στις δεκαετίες και το βλέμμα και η προσοχή του θεατή έχει μάθει να τρέχει, να αποσυνθέτει και να ανασυνθέτει γρηγορότερα τις ανατροπές της πλοκής. Ναι, τα γκάτζετς των κατασκόπων (ακόμα και τα σταθερά τηλέφωνα ή οι θάλαμοι των δρόμων) μοιάζουν ξεπερασμένα και vintage. Αυτό όμως που μένει, τραγικά, αναλλοίωτο είναι το πολιτικό μήνυμα. Η σκοτεινή καρδιά της ταινίας. Ο κυνισμός των απαντήσεων σε όλες τις παραπάνω ερωτήσεις. Το γκρεμισμένο βλέμμα του Ρόμπερτ «Κόνδορα» Ρέντφορντ (καθόλου τυχαία δεν αποκαθηλώνεται με αυτή την ταινία και το τελευταίο «χρυσό παιδί του Χόλιγουντ») όταν καταλαβαίνει ποια είναι η χώρα του.

Οι καλογραμμένοι διάλογοι του Λορέντζο Σαμπλ Τζ. (ο ίδιος είχε υπογράψει και το «The Parallax View») μπορούν να αναπαραχθούν αυτούσιοι σήμερα και να ισχύουν ακριβώς έτσι. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα βάλει με το σύστημα. Θα προσπαθήσει να αντισταθεί, θα προσπαθήσει να αποκαλύψει το σκάνδαλο, θα προσπαθήσει να βρει τη χαμένη δικαιοσύνη. Μέχρι να καταλάβει ότι όλα αυτά μοιάζουν αστεία σε όσους κινούν τα νήματα. Αν είναι τυχερός μπορεί απλά να επιβιώσει, να ερωτευθεί (το ρομάντζο με την ηρωίδα της Φέι Ντάναγουεϊ αποκαλύπτει και μία αστική γυναικεία μοναξιά που σπάνια φώτιζε ο κινηματογραφικός προβολέας). Αλλά να νικήσει, όχι δεν μπορεί.

Παλιομοδίτικο, σε στιγμές λυρικό, και τεχνολογικά ξεπερασμένο, αυτό το πολιτικό θρίλερ δεν έχει ημερομηνία λήξης. Παραμένει συναρπαστικό, αγέραστο και σοκαριστικά επίκαιρο. Κι αυτό είναι τροφή για σκέψη.