O Eντσο, ένας μικροκακοποιός από τις φτωχές συνοικίες της Ρώμης, ανακαλύπτει έπειτα από ένα παράξενο ατύχημα ότι έχει αναπτύξει υπερδυνάμεις. Αντί όμως να τις χρησιμοποιήσει για καλό σκοπό, αποφασίζει να προωθήσει την καριέρα του ως σούπερ εγκληματίας, αφού έχει πλέον γίνει άτρωτος, κάτι που δεν χαροποιεί ιδιαίτερα τους βαρόνους της περιοχής. Oταν γνωρίσει την Αλέσια, μια όμορφη αλλά διαταραγμένη κοπέλα που τον ταυτίζει στο παιδικό μυαλό της με τον Τζιγκ το Ατσάλινο Ρομπότ, έναν δημοφιλή χαρακτήρα ιαπωνικών κινούμενων σχεδίων της δεκαετίας του ’80, ο Εντσο ερωτεύεται...
Υπάρχει κάτι αναμφίβολα φρέσκο και αναζωογονητικό στον τρόπο που ο Γκαμπριέλε Μαϊνέτι φιλτράρει τα κλισέ των υπερηρωικών ταινιών και κόμικ για να μας συστήσει τον δικό του, αντισυμβατικό Ιταλό σούπερ ήρωα, έστω κι αν δεν εκπληρώνει εν τέλει όλες τις προσδοκίες που ο ίδιος δημιουργεί στο πρώτο μέρος της ταινίας του.
Δεν έχει σημασία που ο μικροκακοποιός ήρωάς του αποκτά τις υπερφυσικές ικανότητές του (υπεράνθρωπη δύναμη και ικανότητα επούλωσης) με τον πιο τετριμμένο τρόπο του είδους (όταν έρχεται σε επαφή με μυστηριώδη τοξικά απόβλητα στα νερά του Τίβερη). Η κατάληξή του στην κοίτη του ποταμού, όπου αναπόφευκτα θα έρθει αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του, δεν θα μπορούσε να είναι πιο άδοξη, καθώς βρίσκεται εκεί στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους αστυνομικούς που τον καταδιώκουν έπειτα από μια αποτυχημένη κλοπή. Και η σκιαγράφησή του ως τον απόλυτο loser δεν σταματά εκεί: ο Εντσο είναι ένας άφραγκος και αντικοινωνικός σαραντάρης που δεν έχει καταφέρει να ανέλθει ούτε καν στα κλιμάκια της παρανομίας, τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με έτοιμες κρέμες και πνίγει τη μοναξιά του στην πλούσια συλλογή του από πορνοταινίες.
Με φόντο την κακόφημη περιοχή της Τορ Μπέλα Μονάκα, το «Με Λένε Τζιγκ» κατορθώνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον και την πρωτοτυπία του ισορροπώντας ανάμεσα στις στερεοτυπικές κόμικ καταβολές του και σε έναν ευπρόσδεκτο ρεαλισμό μιας Ιταλίας που βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός καθ’ όλα υπαρκτού οργανωμένου εγκλήματος – μια πραγματικότητα πολύ πιο αληθινή από τις πολλαπλές διαβολικές απεικονίσεις του υποκόσμου που μας έχουν συστήσει οι σελίδες της ένατης τέχνης.
Σε αυτό το σκοτεινό και αρκετά πειστικό κλίμα βίας, διαφθοράς και ασυδοσίας, ο Εντσο είναι σίγουρα ένας από τους πιο απρόθυμους υπερήρωες που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη και, απόλυτα αναμενόμενα, η αρχική του παρόρμηση είναι να χρησιμοποιήσει τις νεοαποκτηθείσες δυνάμεις του για να εγκληματήσει – ακόμα κι εκεί όμως στερείται φιλοδοξίας, καθώς η πρώτη του σκέψη είναι να χρησιμοποιήσει τα χρήματά απλά να στοκάρει το ψυγείο του με ακόμα περισσότερες τυποποιημένες πουτίγκες και να αποκτήσει μια τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας για να απολαμβάνει τις τσόντες του σε καλύτερη ανάλυση.
Υπάρχει όμως κάτι απόλυτα αναγνωρίσιμο και ενίοτε τρυφερό σε αυτόν τον με το ζόρι υπερήρωα της διπλανής πόρτας –και οπωσδήποτε πολύ πιο οικείο από όλους τους Spider-Man, X-Men και Avengers αυτού του κόσμου– ο οποίος προτιμά να μείνει προσκολλημένος στη μίζερη αλλά γνώριμη καθημερινότητά του από να ριχτεί σε μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια. Φυσικά, το «Με Λένε Τζιγκ» δεν θα ήταν μια πραγματική υπερηρωική ταινία αν αυτό δεν άλλαζε στην πορεία, με τον Εντσο να ανακαλύπτει τη συναισθηματική αχίλλειο πτέρνα του στο πρόσωπο της Αλέσια, της κόρης ενός συνεργάτη του που πέφτει νεκρός έπειτα από μια παράνομη συναλλαγή που πήγε στραβά.
Η γνωριμία του Εντσο με την Αλέσια, μια γυναίκα σημαδεμένη ψυχικά από χρόνια κακοποίηση που της έχει κληροδοτήσει την ψυχοσύνθεση και τη συμπεριφορά ενός μικρού παιδιού, θα τον κάνει να δει τον κόσμο με άλλα μάτια, ως έναν κόσμο που ίσως αξίζει να σωθεί. Η σχέση τους, την οποία ο Μαϊνέτι χειρίζεται προσεκτικά, ως κάτι πιο περίπλοκο και ιδιόμορφο από μια συμβατική ερωτική ιστορία, αποτελεί το πιο ενδιαφέρον στοιχείο και συνάμα το συναισθηματικό βάρος της ταινίας, ακόμα κι όταν η σεξουαλική της διάσταση την καθιστά αμφιλεγόμενη, άβολη και σχεδόν νοσηρή.
Είναι κρίμα, λοιπόν, που στο τελευταίο μέρος ο Μαϊνέτι αφαιρεί κάτι από τη δύναμη αυτού του αλλόκοτου δεσμού ανάμεσα σε δύο απροσάρμοστους απόκληρους, υποβιβάζοντάς τον απλά σε ρόλο σεναριακού μοχλού που θα πυροδοτήσει την αφύπνιση της κοινωνικής συνείδησης του Εντσο-Τζιγκ και θα οδηγήσει στην αναμενόμενη αναμέτρηση του με τον χαρακτηριστικά μεγαλομανή «κακό» της υπόθεσης.
Γραφικός και μονοδιάστατος, ο τελευταίος αποτελεί κι έναν από τους πιο αδύναμους κρίκους του φιλμ, έναν μαφιόζο β’ διαλογής και πρώην παίκτη talent show του οποίου το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό είναι ότι όλο του το μένος απέναντι στην ανθρωπότητα πηγάζει από τον απύθμενο κομπλεξισμό του και τη φιλοδοξία του να γίνει viral στο youtube και στα social media.
Παρά τις αδυναμίες του, ωστόσο, το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μαϊνέτι αποτελεί αν μη τι άλλο μια καλοδεχούμενη παραλλαγή πάνω σε κουρασμένα μοτίβα, η οποία ανταλλάσει τα εκκωφαντικά εφέ και την ιλιγγιώδη δράση με τα οποία το Χόλιγουντ έχει ταυτίσει το είδος, με μια πιο αυθεντικά συναισθηματική εκδοχή του και με μια φιλότιμη προσπάθεια να το εμπλουτίσει με ένα σύγχρονο κοινωνικό σχόλιο.