Δύο στρατιώτες βρίσκονται καθηλωμένοι από έναν Ιρακινό ελεύθερο σκοπευτή πίσω από έναν τοίχο που καταρρέει. Η δύναμη και το πνεύμα τους δοκιμάζονται όσο παλεύουν να παραμείνουν ζωντανοί και να εντοπίσουν την απειλή.

Eχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που ταινίες σαν το «Buried» του Ροντρίγκο Κόρτες - ταινίες μινιμαλιστικές, κλειστοφοβικές και γεμάτες σασπένς, είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν το δικό τους είδος θρίλερ, κερδίζοντας ταυτόχρονα και αρκετούς οπαδούς.

Εδώ ο σκηνοθέτης των μπλοκμπάστερ επιτυχιών όπως το «Edge of Tomorrow», Νταγκ Λάιμαν, προσπαθεί να αναβιώσει το είδος αυτό με μια ταινία η οποία, αν και πετυχαίνει στο να δημιουργήσει την κατάλληλη ένταση και το σασπένς ενός καλοφτιαγμένου ψυχολογικού θρίλερ, αποτυγχάνει στο να γίνει η αντιπολεμική ταινία που θα ήθελε να είναι.

Για τον Νταγκ Λάιμαν πόλεμος, πέρα από τις πομπώδες μάχες γεμάτες εκρήξεις και τους διαμελισμούς, μπορεί να σημαίνει και απομόνωση. Πάνω σε αυτό το θεμέλιο, χτίζει ένα σκηνικό αρκετά μινιμαλιστικό, τοποθετώντας τους χαρακτήρες του στις πιο στρατηγικά κατάλληλες θέσεις για να δημιουργήσει την ένταση και το σασπένς που χρειάζεται, από την αρχή κιόλας της ταινίας, ακόμη και σε ένα τόσο ανοιχτό περιβάλλον όπως αυτό της ιρακινής ερήμου.

Υπάρχουν, όμως, στιγμές που δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα, με τον Λαίμαν να προσπαθεί να βρει καινούργιους τρόπους να σου κρατήσει το ενδιαφέρον μέσα στα 80 και κάτι λεπτά που διαρκεί η ταινία. Κι εδώ είναι που ένα πιο σφιχτοδεμένο και πιο δυνατό σενάριο θα βοηθούσε την κατάσταση. Ο Ντουέιν Γουόρελ, σεναριογράφος της (όχι και τόσο πετυχημένης) σειράς του Netflix «Iron Fist», αποτυγχάνει στο να σου μεταδώσει το ανάλογα ηθικά διλήμματα των στρατιωτών αυτών, δημιουργώντας έτσι πιο ολοκληρωμένους και πολυδιάστατους χαρακτήρες, αλλά και ταυτόχρονα να μας δείξει την ματαιότητα του ίδιου του πολέμου.

Οι διάλογοι μεταξύ του Αμερικανού στρατιώτη και του Ιρακινού σκοπευτή, θα μπορούσαν να αποτελέσουν το κατάλληλο έδαφος για κάποιες, ίσως, από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας. Μην περιμένετε, όμως, η ταινία να επαναφέρει ζητήματα, που έχουν καταλήξει να αποτελούν ταμπού στην Αμερική, για το πόλεμο στο Ιράκ. Το μόνο που ενδιαφέρει τον Γουόρελ στην προκειμένη περίπτωση είναι οι τύψεις που βασανίζουν τον Άιζς (ένας Ααρον Τέιλορ – Τζόνσον ο οποίος δείχνει για άλλη μια φορά ότι οι ερμηνευτικές του ικανότητες δεν είναι απλά κάποιες αναλαμπές) για κάποιες επιλογές του, οι οποίες καταλήγουν να μην έχουν την ανάλογη βαρύτητα που ίσως περιμένει κάποιος.

Ούτε ο Λάιμαν, άλλα ούτε το σενάριο του Γουόρελ, δεν ξεφεύγουν λεπτό από τον Αμερικανό στρατιώτη. Δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή που η ταινία προσπαθεί να μπει λίγο πιο βαθιά μέσα στον χαρακτήρα του Ιρακινού σκοπευτή. Παραμένει, από την αρχή μέχρι το τέλος της, απλά εκείνος ο «κακός» ο οποίος θέλει να σκοτώσει τον «ήρωα» γιατί απλά έτσι πρέπει… Δεν υπάρχει τίποτα που να δίνει μια πιο ανθρώπινη υπόσταση στον χαρακτήρα πίσω από το στόχαστρο. Ομως με αυτό τον τρόπο η ταινία χάνει την βαρύτητα της, ακροβατώντας επικίνδυνα στα όρια της απλοϊκότητας και της αφέλειας.