Μετά από μια οικογενειακή τραγωδία, ο Μακ Φίλιπς πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη, που τον κάνει να αμφισβητεί ό,τι πιστεύει. Ενώ αντιμετωπίζει αυτήν την κρίση συνείδησης, λαμβάνει μία μυστηριώδη επιστολή που τον προτρέπει να πάει σε μια εγκαταλελειμμένη καλύβα βαθιά στην ερημιά του Όρεγκον. Παρά τις αμφιβολίες του, ο Μακ ταξιδεύει ως την καλύβα και συναντά τρεις αινιγματικούς ξένους. Μέσα από αυτήν την συνάντηση, ο Μακ μαθαίνει σημαντικές αλήθειες που θα μεταμορφώσουν το πώς κατανοεί την τραγωδία του και θα αλλάξουν την ζωή του για πάντα.

Ισως αν ο Ιησούς είχε γεννηθεί την Μ.Χ. ή αν προτιμάτε «μετά χόλιγουντ» εποχή, να χρησιμοποιούσε το σινεμά ως παρακαταθήκη για τα ευαγγελία του, αλλά αν αυτή η ταινία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη για μια τέτοια πιθανότητα, τότε θα λέγαμε πως μάλλον όχι.

Διότι αν θες ο λόγος και η αλήθεια σου να αντηχούν στην αιωνιότητα, είναι σαφώς προτιμότερο να μην χρησιμοποιήσεις ως όχημα μια υπερφορτωμένη, συναισθηματικά εκβιαστική και γεμάτη απλοϊκές new age αμπελοφιλοσοφίες για την ζωή το θάνατο την ενοχή και την συγχώρεση.

Μπορείς εν τούτοις να χρησιμοποιήσεις την Οκτάβια Σπένσερ στον ρόλο του Θεού (πείτε την και πάπα αν προτιμάτε), αφού η ερμηνεία της απειλεί να κλέψει την αποκλειστικότητα του Μόργκαν Φρίμαν στον ρόλο Εκείνου.

Καλύτερα όμως να μην έχεις μια τόσο γελοία σκηνή όσο αυτή στην οποία ο συντετριμμένος πατέρας ενώ βρίσκει τον βηματισμό του στην ζωή, τρέχει με τον Ιησού Χριστό στην επιφάνεια μιας λίμνης σαν δυο άγαρμπες πάπιες που προσπαθούν μα δεν καταφέρνουν να απογειωθούν.

«Για όνομα του Θεού», σας ακούω να σκέφτεστε και πιστέψτε με αυτή η ταινία θα σας κάνει να αναφωνήσετε κάτι ανάλογο πολλές φορές στην διάρκεια της –εκτός κι αν πάτε στο σινεμά ειδικά για κήρυγμα.

Οφείλουμε να σας προειδοποιήσουμε όμως πως κανείς δεν θα ακούσει τις επικλήσεις σας. Και σιγουρά όχι η Οκτάβια Σπένσερ.