Τη δεκαετία του 1960 το σινεμά άλλαξε για πάντα. Ένα Νεο Κύμα σάρωσε τις μέχρι τότε κινηματογραφικές συμβάσεις κι η απαίτηση για μια τέχνη που θα ακολουθεί και θα αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές ζυμώσεις της εποχής βρήκε θιασώτες μια νέα γενιά κινηματογραφιστών, οι οποίοι επαναπροσδιόρισαν τους αφηγηματικούς, αισθητικούς και σημειολογικούς κώδικες του κινηματογράφου. Κι ενώ στη Γαλλία η nouvelle vague είχε ένα σαφώς πιο φιλόφοξο κι επαναστατικό όραμα να καταργήσει ουσιαστικά το μέχρι τότε κραταιό αστικό αφηγηματικό σινεμά, στην άλλη πλευρά του Στενού της Μάγχης το Βρετανικό Νέο Κύμα, πιο πραγματιστικό και (τυπικά) φλεγματικό προτίμησε να μιλήσει για την πάλη των τάξεων και την αλλαγή των ηθών απεικονίζοντας τον αγώνα της εργατικής τάξης για μια θέση στον ούτως ή άλλως σπάνιο για τη χώρα ήλιο.

Αποκύημα αυτού του κύματος, αλλά όχι ακριβώς μέρος του, ο «Υπηρέτης» του 1963 ήταν η πρώτη συνεργασία του εξόριστου στην Αγγλία λόγω των αντικομμουνιστικών διώξεων του Γερουσιαστή Μακάρθι Αμερικανού σκηνοθέτη Τζόζεφ Λόουζι, με τον μετέπειτα νομπελίστα σεναριογράφο και συγγραφέα Χάρολντ Πίντερ (ακολούθησαν το «Ατύχημα» και ο βραβευμένος με τον Χρυσό Φοίνικα «Μεσάζοντας») και αποτελεί ακόμα και στις μέρες ένα εξέχον δείγμα του σινεμά της αμφισβήτησης και της καταγραφής του τέλους μιας ολόκληρης εποχής. Η επανέκδοσή του με ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια στη χώρα μας έρχεται για να επανασυστήσει αυτό το μάλλον ξεχασμένο αριστούργημα ενός από τους πιο παραγνωρισμένους και άνισους σκηνοθέτες του προηγούμενου αιώνα.

O Τόνι, ένας νέος, εργένης και ξεπεσμένος αριστοκράτης αγοράζει μετά την επιστροφή του από την Αφρική ένα σπίτι στο Λονδίνο και προσλαμβάνει τον Μπάρετ, έναν υπηρέτη προκειμένου να το περιποιείται. Ο Μπάρετ δείχνει αρχικά υποδειγματικά τυπικός στη δουλειά του, ακολουθώντας κατά γράμμα τις επιταγές τόσο του αφεντικού του, όσο και της μνηστής του, Σούζαν, αν και η τελευταία διαβλέπει στον υπηρέτη μια αόρατη απειλή κι αρχίζει να του συμπεριφέρεται υποτιμητικά. Το ιδιόμορφο παιχνίδι εξουσίας μεταξύ αφέντη και υπηρέτη θα περιπλεχθεί ακόμα περισσότερο, όταν ο Μπάρετ θα φέρει στο σπίτι του αφεντικού του για τη θέση τη υπηρέτριας, τη νεαρή Βέρα, την οποία θα συστήσει ως μικρότερη αδερφη του, κάτι πολύ πιο ύποπτο όμως κρύβεται πίσω από αυτή τη σχέση, ενώ τα πράγματα θα παρεκτραπούν ακόμα περισσότερο όταν η Βέρα θα γίνει το αντικείμενο του ερωτικού ενδιαφέροντος του Τόνι και ο Μπάρετ, αφού έχει εδραιώσει τη θέση του στο σπίτι, σιγά σιγά θα αποκτήσει τον έλεγχο στη ζωή του εργοδότη του, θα τον υπονομεύσει και τελικά θα τον οδηγήσει στην καταστροφή.

Βασισμένος στην ήσσονος σημασίας ομότιτλη νουβέλα του Ρόμπιν Μομ, ανιψιού του πιο διάσημου Σόμερσετ Μομ, ο «Υπηρέτης» ξεπερνά σε αξία το πρωτογενές υλικό και είναι μια πολυεπίπεδη και πολύσημη σπουδή χαρακτήρων για την ταξική και όχι μόνο πάλη, την ανδρική σεξουαλικότητα και τον αγώνα για την εξουσία σε μια εποχή που οι δομές της μετα-αποικιακής Αγγλίας άλλαζαν αμετάκλητα. Ο Τόνι, σύμβολο της ανώτερης αριστοκρατικής τάξης, είναι νωθρός, οκνηρός και άβουλος, ενώ ο Μπάρετ εκπροσωπεί μια εργατική τάξη, υποταγμένη μέχρι πρότινος, αλλά ικανή να χρησιμοποιήσει κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο για να αναλάβει τα ηνία. Οι σχέσεις εξουσίας και υποταγής των δύο ανδρών αποδίδονται κι αποτυπώνονται αριστοτεχνικά, τόσο οπτικά, με την πλανοθεσία του Λόουζι να τους τοποθετεί στρατηγικά μέσα στα ασφυκτικά κι ενίοτε κλειστοφοβικά κάδρα του, αποκαλύπτοντας σταδιακά την εναλλαγή της κυριαρχίας ανάμεσα στους δύο άντρες, όσο και σεναριακά, με τους κοφτερούς διαλόγους του Πίντερ να ιχνηλατούν μέσα από τα ρητά και (κυρίως) τα άρρητα τα ενδόμυχα συναισθήματα και απωθημένα των πρωταγωνιστών. Σε έναν αναίμακτο πόλεμο μέχρις εσχάτων, η γλώσσα, οι λέξεις και οι σιωπές γίνονται τα κύρια όπλα με τα οποία ασκείται η βία εκατέρωθεν, μια βία που χαρακτηρίζει όλα τα έργα του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα, ο οποίος εδώ μεγαλουργεί ανατέμνοντας τις γλωσσικές συμβάσεις για να αποκαλύψει τις εξουσιαστικές δομές της.

Αξιοποιώντας στο έπακρο το σκηνικό του διόροφου βικτοριανού σπιτιού, το οποίο στήνει ως πεδίο μάχης, ο Λόουζι χρησιμοποιεί κάθε σπιθαμή του για να (υπο)δηλώσει σε κάθε πλάνο του τον πόλεμο που διεξάγεται εντός των τειχών, με τους καθρέφτες, τις κουρτίνες, τις σκάλες, τους διαδρόμους, ακόμη και την τοποθέτηση των λουλουδιών στα βάζα να αποκτούν συμβολικές διαστάσεις και να οπτικοποιούν τα μυχια και πολυδαίδαλα κίνητρα των ηρώων. Η αρωγή του σπουδαίου διευθυντή φωτογραφίας Ντάγκλας Σλοκόμπ είναι καθοριστική, καθώς ο αρχικά νατουραλιστικός φωτισμός δίνει σταδιακά τη θέση του σε ένα εξπρεσιονιστικό παιχνίδι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, αποκαλύπτοντας και συσκοτίζοντας τα πάθη και τις επιθυμίες.

Ο ανομολόγητος κι υπαινικτικός ερωτισμός ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, άλλωστε, είναι αυτός που δυναμιτίζει με την υποδόρια αλλά εκκωφαντική έντασή του ολόκληρη την ταινία. Σε μια εποχή που η λέξη ομοφυλόφιλος ακούστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία σε αγγλική ταινία μόλις δύο χρόνια πριν στο Victim του Μπαζίλ Ντίρντεν (εντελώς τυχαία, ή μάλλον καθόλου, με τον Ντερκ Μπόγκαρντ και πάλι πρωταγωνιστή), ο Λόουζι και ο Πίντερ αφήνουν εσκεμμένα ασαφή και θολά τα όρια της σχέσης του αφέντη με τον υπηρέτη του, ειδικά στο τελευταίο μέρος της παράδοσης και της υποταγής του πρώτου, είναι όμως έκδηλο ότι ενυπάρχει μια αναφίβολη ερωτική και σαδομαζοχιστικη διάσταση, που καθιστά την ταινία ένα ακρογωνιαίο κεφάλαιο του κανόνα του queer cinema.

Κι όλα αυτά δε θα σήμαιναν φυσικά τίποτα αν δεν υπήρχε η καταλυτική παρουσία του σπουδαίου Ντερκ Μπόγκαρντ στον κεντρικό ρόλο του Υπηρέτη, σε μια από τις πιο συγκλονιστικές ερμηνείες του. Αρκεί ένα ειρωνικό μειδίαμα, μια ανεπαίσθητη σύσπαση του προσώπου ή ένα σήκωμα του φρυδιού του ανυπέρβλητου Άγγλου ηθοποιού για να συνοψιστούν και να αναδειχθούν η προβληματκή της ταινίας και τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσής της, ενώ ιδανικό ερμηνευτικό αντίβαρο αποτελεί ο Τζέιμς Φοξ στο ρόλο του αφελούς και παραδομένου στην αποχαυνωτική ennui της αριστοκρατίας Τονι.

Μισό αιώνα μετά την κυκλοφορία του, ο Υπηρέτης του Τζόζεφ Λόουζι παραμένει αγέραστος μέσα στα χρόνια κι έρχεται να υπενθυμίσει σε μια νέα γενιά θεατών ότι κάθε σχέση είναι ένας διαρκής αγώνας για την επιβολή της εξουσίας του ισχυρότερου, στον οποίο οι ρόλοι του νικητή και του χαμένου εναλλάσσονται και διαπλέκονται συνεχώς. Κι αυτό είναι το πολιτικό σινεμα στην ουσία του.