Ενας μεσήλικας αστός, υπεράνω πάσης υποψίας, με το παρατσούκλι ο «Δάσκαλος», ζει απομονωμένος στην παραθαλάσσια έπαυλή του μαζί με την έφηβη κόρη του. Στη πραγματικότητα, είναι ένας αρχαιοκάπηλος τοκογλύφος που διακινεί τα κλοπιμαία του μέσα σε νεκροφόρες που διασχίζουν την Αθήνα. Τις βρωμοδουλειές του έχουν αναλάβει δύο νεαροί: o Eρμής και ο Γιάννης. Εκαστος διαπράττει από ένα μοιραίο λάθος. Ο μεν Ερμής ερωτεύεται την έφηβη κόρη του Δασκάλου, ο δε Γιάννης παθιάζεται με μία πόρνη. Αμφότεροι, ως Αισθηματίες, πρέπει να βγουν από τη μέση…

Θα μπορούσε να μιλάει κανείς με τις ώρες για το πως ο Νίκος Τριανταφυλλίδης ως άλλος «αλιεύς μαργαριταριών» συγκεντρώνει στους «Αισθηματίες» - την τρίτη του μεγάλου μήκους ταινίας μυθοπλασίας, δεκατέσσερα χρόνια μετά το «Μαύρο Γάλα» - τις αναφορές, τις εμμονές, τα πράγματα που αγαπάει και μισεί και μαζί όλες τις μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες που αποτελούν το κινηματογραφικό του σύμπαν για να υπογράψει ένα προσωπικό ερωτικό γράμμα στην... αγάπη.

Η αναφορά στην όπερα του Ζορζ Μπιζέ δεν είναι φυσικά τυχαία, αφου το «Je Crois Entendre Encore», η πιο διάσημη άρια από τους «Αλιείς Μαργαριταριών», επανέρχεται στην ταινία σαν φάντασμα και ευλογία μαζί, χαμένος κρίκος μιας αλυσίδας που ενώνει το παρελθόν με το παρόν σε μια ταινία σχεδόν άχρονη και αγεωγράφητη, που θα μπορούσε να εκτυλλίσεται στην Αθήνα της οικονομικής κρίσης και ταυτόχρονα στη Νότια Γαλλία της «Περιφρόνησης» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, στην Καλιφόρνια του «The Killing of a Chinese Bookie» του Τζον Κασαβέτη ή σε εκείνη τη σκοτεινή γωνιά που το σινεμά φύλαγε πάντα για το απόκληρο είδος των φιλμ νουάρ.

Περισσότερο από ένα κινηματογραφικό jukebox που ενώνει τον Αττίκ με τον The Boy (ο οποίος υπογράφει και τη μουσική της ταινίας), τη σάτιρα με το μελόδραμα, το Λευτέρη Μυτιληναίο με τους Κόρε Υδρο, το cult με τη φάρσα, τη «Λολίτα» του Κιούμπρικ με την «Κατάσταση των Πραγμάτων» του Βιμ Βέντερς, το γκροτέσκο με τον ρομαντισμό, τον Εκκλησιαστή με τον Ηρόδοτο και το χίπστερ με την ακύρωση του, οι «Αισθηματίες» ίπτανται πάνω από οποιαδήποτε αναφορά τους αλλά και κάθε τους αδυναμία, για να αποτελέσουν τελικά ένα αυθεντικά λαϊκό παραμύθι για όσους διέπραξαν το μεγάλο λάθος του να ερωτευτούν σε έναν κόσμο (όχι μόνο τον σημερινό) που αρνείται πεισματικά να δώσει χώρο στην αγάπη.

Ποτέ ρετρολάγνοι, ποτέ βαρυσήμαντοι, ποτέ σοβαροφανείς, με την κινηματογραφική ορμή, τα λάθη και το ανεξάντλητο fun ενός «ερωτευμένου» που έχει κάθε δικαίωμα να είναι επιπόλαιος, παρορμητικός, υπερβολικός και έτοιμος φάει τα μούτρα του επειδή είναι έτοιμος να χάσει τη ζωή του για την αγάπη, οι «Αισθηματίες» αναπνέουν τον αέρα ενός αμερικάνικου νουάρ (με μια πειραγμένη αίσθηση «ελληνικότητας») και εκπνέουν την ανάσα μιας κοινωνίας που μυρίζει θάνατο, όταν όλοι - θύματα και θύτες - το μόνο που επιθυμούν είναι να ζήσουν.

Υπέροχα φωτογραφημένο από τον Γιάννη Κοτρώτση, με την δωρικότητα του Τάκη Μόσχου αντίβαρο στην παιδικότητα του Χάρη Φραγκούλη και την συγκρατημένη μελαγχολία του Δημήτρη Λάλου, με τρεις γυναίκες (Αθηνά Παππά, Ευτυχία Γιακουμή, Ηλιάνα Μαυρομάτη) να ορίζουν τις τρεις ηλικίες του πάθους, το φιλμ που όλοι περιμέναμε κάποια στιγμή από τον Νίκο Τριανταφυλλίδη δεν είναι παρά ένα κομμάτι ενός σύμπαντος που ισορροπεί πάνω στη λεπτή γραμμή του ηθελημένα cult και του οπερατικά ρομαντικού, μια προσωπική εξομολόγηση που δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα περισσότερο από αυτό που είναι: μια μικρή ταινία με μεγάλη καρδιά.

Ανακουφιστική και ταυτόχρονα απελευθερωτική προσθήκη στο ίδιο το λάιτ μοτίφ των «Αισθηματιών»: Μπορεί ο Θεός να έφτιαξε πρώτα την αγάπη και μετά το αίμα, αλλά κάπου ανάμεσα άφησε τον άνθρωπο να εφεύρει - ευτυχως - μόνος του το σινεμά.


Διαβάστε και δείτε ακόμη: