Μετά το περσινό «Επιχείρηση Ανθρωποειδές» του Σον Ελις, ο «Στόχος» είναι η δεύτερη πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά των γεγονότων του 1942 γύρω από την παράτολμη επιχείρηση δολοφονίας από μέλη της τσεχοσλοβάκικης αντίστασης του αξιωματικού των SS, Ράινχαρντ Χάιντριχ, του τρίτου κατά σειρά ισχυρότερου αξιωματικού του 3ου Ράιχ μετά τον Χίτλερ και τον Χάινριχ Χίμλερ. Κι όπως κι εκείνη η ταινία, έτσι και ο «Στόχος» του Γάλλου Σεντρίκ Χιμένες («Ο Ανθρωπος από τη Μασσαλία») πάσχει παρά τις αγαθές προθέσεις του από υπερβολικό ακαδημαϊσμό και μια ατμοσφαιρική αναπαράσταση που στερείται ωστόσο προσωπικής ματιάς.
Σε αντίθεση με την ταινία του Ελις, και βασισμένος στο best seller μυθιστόρημα του Λοράν Μπινέ, «HHhH», ο Χιμένες αφιερώνει σχεδόν ολόκληρο το πρώτο μισό της ταινίας του στον Χάιντριχ και την άνοδό του στα υψηλότερα κλιμάκια του ναζισμού. Ενας χαρισματικός αλλά ψυχρός και αποστασιοποιημένος στρατιωτικός που ταπεινώνεται από τους ανωτέρους του στον επίσημο γερμανικό στρατό εξαιτίας μιας ερωτικής του σχέσης, ο Χάιντριχ (Τζέισον Κλαρκ) θα ενστερνιστεί την ιδεολογία του ναζισμού έπειτα από προτροπή της μέλλουσας συζύγου του (Ρόζαμουντ Πάικ), η οποία σταδιακά θα έρθει αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι δημιούργησε ένα τέρας που πλέον την αντιμετωπίζει απλά ως ένα τρόπαιο. Η εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο ζευγάρι αποτελεί ένα από τα δυνητικά πιο υποσχόμενα στοιχεία της ταινίας, προετοιμάζοντας για ένα ψυχολογικό πορτρέτο του ανθρώπου πίσω από μερικές από τις πιο φρικτές μαζικές δολοφονίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για μια σπουδή πάνω στην προέλευση της φύσης του κακού.
Ακριβώς εκεί, όμως, που το πράγμα αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρον, ο Χιμένες μεταφέρει το επίκεντρο της προσοχής του στους δύο νεαρούς Τσέχους αντιστασιακούς (Τζακ Ο’Κόνελ και Τζακ Ρέινορ) και τον περίγυρό τους, για να επιδοθεί σε μια απόλυτα συμβατική καταγραφή της προετοιμασίας τους μέχρι και την ίδια την απόπειρα δολοφονίας και τις τραγικές της συνέπειες. Ακριβώς το ίδιο υλικό, δηλαδή, που είχε απασχολήσει και την ταινία του Ελις, με αισθητά πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Κομψό, καλοστημένο και καθ’ όλα επαγγελματικά σκηνοθετημένο, αλλά εμφανώς ασυντόνιστο από άποψη ρυθμού και αφήγησης, το φιλμ αποτυγχάνει, ακόμα και σε αυτές τις τελευταίες δραματικές σκηνές, να δημιουργήσει την πολυπόθητη ατμόσφαιρα έντασης που αν μη τι άλλο καθιστούσε την «Επιχείρηση Ανθρωποειδές» ένα αποτελεσματικό πολεμικό θρίλερ ή να πλάσει ολοκληρωμένους χαρακτήρες που θα το έκαναν κάτι παραπάνω από ένα πειστικό μάθημα Ιστορίας.