Το μεγαλύτερο ελάττωμα του «Τελευταίου Στρατιώτη» είναι και η μεγαλύτερη αρετή του και δεν είναι τίποτε άλλο από αυτόν τον διαρκή συγκινησιακό μοχλό που κινεί τη διαδρομή του κεντρικού ήρωα, Αρτι Κρόφορντ, ενός 92χρονου πρώην βετεράνου που το σκάει από το γηροκομείο στο οποίο ζει στη Βόρειο Ιρλανδία για να φτάσει μέχρι τη Νορμανδία, την ημέρα της 75ης επετείου της απόβασης στην οποία συμμετείχε.

Από τη στιγμή που φεύγει από το γηροκομείο ο Αρτι μέχρι το - κι όμως, αναμενόμενο - φινάλε, κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή αυτής της ταινίας χτίζεται πάνω στον ύστατο σκοπό ενός ηλικιωμένου άνδρα να εκπληρώσει κάποιο χρέος που σχετίζεται με τη σημαντικότερη, σίγουρα την πιο καθοριστική, στιγμή της ζωής του. Εμμονικά προσκολλημένος στην στρατιωτική του τιμή, ο Αρτι θα κάνει τα πάντα για να επιστρέψει στη Νορμανδία, διδάσκοντας και διδασκόμενος μέσα από τις συναντήσεις του (έναν νεαρό που λατρεύει τον Ενιο Μορικόνε, μια νεαρή Γαλλίδα μητέρα που θα τον φυγαδεύσει στη Γαλλία, έναν δημοσιογράφο που θα κυνηγήσει το «θέμα» της εξαφάνισης του) την πικρή ομορφιά της ζωής.

Απροκάλυπτα μελοδραματικός, απλωμένος πάνω σε μια παρτιτούρα που χτυπάει όλες τις «σωστές» νότες για να σε κρατάει διαρκώς βουρκωμένο, ο «Τελευταίος Στρατιώτης» καταφέρνει και ταυτόχρονα αδυνατεί να γίνει κάτι περισσότερο από αυτήν την μικρή, ασήμαντη στο τέλος, ταινία που στα χέρια ενός Στίβεν Φρίαρς για παράδειγμα θα έφτανε σε απρόσμενα, σαφώς πιο συναρπαστικά κινηματογραφικά ύψη. Εδώ παραμένει διαρκώς προβλέψιμη, άτεχνα δακρύβρεχτη και πατριωτική σε σημείο που το νιώθεις ότι νιώθει και η ίδια ωραία που αποδεικνύει το αυταπόδεικτο περί των ηρώων, των αντιηρώων, των εχθρών και των επιζώντων.

Απλοϊκή μέσα στην ήδη απλοϊκή λογική της, η ταινία που χαρίζει στον Πιρς Μπρόσναν την ευκαιρία να παραδώσει την εν δυνάμει οσκαρική του ερμηνεία, τον βρίσκει (απλοϊκά) συγκινητικό και ναι φανταστικό αν το ζητούμενο είναι μια μεταμόρφωση που τον κάνει μεγαλύτερο από την ηλικία του και σε κάθε περίπτωση όσο πιο μακρινό συγγενή από τον γόη που ήταν - εντός και εκτός του μύθου του Τζέιμς Μποντ. Είναι ο κωμικός του τόνος, που η ταινία διαθέτει προς τιμήν της, αλλά που δεν γνωρίζει πως να αξιοποιήσει, που τελικά τον κάνει αξιολάτρευτο και βαθιά συγκινητικό - σε ένα σύνολο όμως τόσο φορτισμένο διαρκώς από το κλισέ που του αφαιρεί το στοιχείο της έκπληξης, της κορύφωσης, της στιγμής εκείνης που περιμένεις διαρκώς να συμβεί και απλά δεν συμβαίνει πριν όλα ολοκληρωθούν στρογγυλεμένα και το ίδιο φορτισμένα όσο ξεκίνησαν.