Η τριλογία των young adult βιβλίων «Αγώνες Πείνας» της Σούζαν Κόλινς σίγουρα δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από το Χόλιγουντ. Με τέσσερις ταινίες και ένα all star καστ, οι «Αγώνες Πείνας» κατάφεραν να γίνουν ένα πραγματικό κινηματογραφικό φαινόμενο, κερδίζοντας τους πάντες με την σκοτεινή ιστορία τους, ένα σοκαριστικό επίκαιρο σχόλιο πάνω στην ταξική ανισότητα, την πολιτική, την προπαγανδιστική συμπεριφορά των ΜΜΕ, την εγγενή βία της βιομηχανίας του θεάματος, αλλά και έναn κόσμο που πρέπει επιτέλους να μάθει να μην πιστεύει τυφλά στην... επανάσταση.

Πάνω από όλα όμως, η σειρά ταινιών «Αγώνες Πείνας» μας χάρισε μια πραγματική ηρωίδα σύμβολο στο πρόσωπο της «Κοτσυφόκισσας» Κάτνις Εβερντιν, τον ρόλο που έκανε διάσημη την Τζένιφερ Λόρενς στο ευρύ κοινό, με τον ακαταμάχητο συνδυασμό νεανικής αθωότητας, ενστικτώδους δύναμης, τσαμπουκά και εσωτερικής θλίψης. Αλλά όπως λένε ένας ήρωας για να λάμψει θέλει και έναν εξίσου δυνατό κακό απέναντί του. Και εδώ δεν θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερος από τον φασίστα Πρόεδρο της Πάνεμ Κοριολάνο Σνόου (ένας εξαιρετικός Ντόναλντ Σάδερλαντ).

Ενας κακός που αυτή την φορά έγινε το επίκεντρο του νέου βιβλίου της Κόλινς «Η Μπαλάντα των Αηδονιών και των Φιδιών», το οποίο αποτελεί prequel της αρχική τριλογίας των «Αγώνων Πείνας» και κυκλοφόρησε το 2020 και ουσιαστικά μας προσκαλεί να γνωρίσουμε καλύτερα τον ίδιο τον Σνόου από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την άνοδό του στην εξουσία της Κάπιτολ.

Μια ιστορία που ακούγεται πραγματικά ενδιαφέρουσα, μια μελέτη χαρακτήρα πάνω στον ίδιο τον Σνόου, την προσωποποίηση του φασισμού, αλλά αυτή την φορά η ταινία, παρά το χαρισματικό της καστ, ποτέ δεν καταφέρνει να μας κάνει να ενδιαφερθούμε αρκετά για να τη μάθουμε.

O νεαρός Σνόου είναι η τελευταία ελπίδα για την κάποτε περήφανη οικογένεια Σνόου σε μία μεταπολεμική Κάπιτολ, ο οποίος αναλαμβάνει να γίνει Μέντορας της Λούσι Γκρέι Μπέιρντ - τον Φόρο της Περιοχής 12 - στους 10ους Αγώνες Πείνας. Αλλά αφού η γοητεία της Λούσι Γκρέι αιχμαλωτίζει το κοινό της Πάνεμ, ο Σνόου ξεκινά έναν αγώνα ενάντια στο χρόνο για να επιβιώσει και να αποκαλύψει αν τελικά θα γίνει αηδόνι… ή φίδι.

Ο σκηνοθέτης των τελευταίων τριών ταινιών των «Αγώνων Πείνας», Φράνσις Λόρενς επιστρέφει και στο prequel έχοντας ήδη το αβαντάζ της γνώσης του σύμπαντος της Κόλινς. Αλλά εδώ δεν χρησιμοποιεί στο έπακρο τη γνώση του αυτή για να κάνει την ταινία αυτή να σταθεί ως ένα στιβαρό κεφάλαιο στο κινηματογραφικό αυτό saga. Μέσα σε δυόμιση και παραπάνω ώρες ο Λόρενς δεν ξέρει πως να διαχειριστεί το υλικό του βιβλίου σκηνοθετώντας ακόμα και τις πιο καθοριστικές στιγμές του χωρίς νεύρο και ιδιαίτερο σασπένς, γεμίζοντας υπερβολικά την ταινία του με άπλετο exposition, αλλά και με το απαραίτητο (εδώ κλισέ) κήρυγμα για τα δεινά των απολυταρχικών καθεστώτων.

Από τη μία επικεντρώνεται στους Αγώνες Πείνας, οι οποίοι ακόμα και τώρα παραμένουν αρκετά σκληροί και με την πιο ενδιαφέρουσα (αν και για κάποιο λόγο αναίμακτη) δράση, αλλά χωρίς όμως αυτή τη ζοφερή μελαγχολία ή την θηριώδη ορμή των εφήβων ηρώων τους. Και από την άλλη δεν φαίνεται να εμβαθύνει τόσο στην κριτική του πάνω στις σύγχρονες κοινωνίες και την συνεχή λαιμαργία τους για θέαμα, με το τρίτο μέρος της να αλλάζει τελείως κλίμα και ατμόσφαιρα για να ακολουθήσει την ζωή των ηρώων του στις Περιοχές μετά από τους αγώνες, κάτι που κυλά με έναν αδιάφορο τρόπο φτάνοντας κάπως βεβιασμένα σε ένα προκαθορισμένο από την αρχή φινάλε.

Αλλά πέρα από αυτά, κυρίως, προδίδει τον ίδιο τον χαρακτήρα του Σνόου. Παρουσιάζοντάς τον περισσότερο ως έναν παρεξηγημένο (αντι)ήρωα του οποίου τα κίνητρα με το ζόρι γίνονται γνωστά, παρά ως έναν χειριστικό χαρακτήρα ο οποίος, μέσα από την τραγωδία των διαφόρων περιστάσεων και το σύμπλεγμα ανωτερότητας που τον διακατέχει, έχει ήδη αρχίσει την σταδιακή κάθοδο του στο σκοτάδι (κάτι που μοιάζει ως μια μεγάλη ανατροπή στο φινάλε παρά ως ένα τετελεσμένο από την αρχή γεγονός), και χωρίς να δώσει αρκετό χρόνο για να μελετήσει καλύτερα την αλληλεπίδραση των συναισθημάτων και των χειρισμών που συνθέτουν τη σχέση του με τη Λούσι Γκρέι, ο Σνόου μοιάζει να είναι ο μεγάλος χαμένος (στη μετάφραση) της κινηματογραφικής αυτής μεταφοράς.

Το καστ βέβαια κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί με τον Τομ Μπλάιθ να προσπαθεί να δώσει στον Σνόου την ανθρωπιά που του έλειπε από τις πρώτες ταινίες και η Λούσι Γκρέι της Ρέιτσελ Ζέγκλερ μπορεί να μην έχει τον δυναμισμό και την συμβολική αξία της Κάτνις Εβερντιν, καταφέρνει να σε κερδίσει με το χαρισματικό της ταλέντο, κυρίως στο τραγούδι. Από την άλλη η Βαιόλα Ντέιβις το διασκεδάζει αφάνταστα βουτώντας μέσα σε ένα ατελείωτο camp της κακιάς διοργανώτριας των Αγώνων δρ. Γκολ, ενώ ο Πίτερ Ντίνγκλατζ μοιάζει περισσότερο ως μια αχρείαστη καρικατούρα στον ρόλο του Πρύτανη της Ακαδημίας Χάιμποτομ.

Το «The Hunger Games: Η Μπαλάντα των Αηδονιών και των Φιδιών» αν και καταφέρνει να στήσει, με κάποια αξιοπρέπεια, την τριλογία για τους «Αγώνες Πείνας» και την ηρωίδα τους Κάτνις Εβερντιν με αμέτρητα easter eggs και αναφορές, δεν τιμά όπως θα έπρεπε τους χαρακτήρες αυτού του saga, και κυρίως του εμβληματικού αυτού κακού του και την ιστορία του, η οποία μοιάζει να λιμοκτονεί μέχρι το τέλος για μια πραγματική και ουσιώδης κάθαρση που δεν φτάνει ποτέ.