Για να μειώσουν το ποσοστό της εγκληματικότητας κάτω από το 1% για τον υπόλοιπο χρόνο, οι Νέοι Εθνοπατέρες της Αμερικής δοκιμάζουν μια κοινωνιολογική θεωρία που επιτρέπει την απρόσκοπτη εκτόνωση βίας για ένα βράδυ σε μια απομονωμένη κοινότητα. Oταν, όμως, η βία των τυράννων συναντά την οργή των κοινωνικά περιθωριοποιημένων, αυτό που ξεκίνησε σε μια κοινότητα, δοκιμαστικά, θα ξεχυθεί και θα εξαπλωθεί σε όλο το έθνος.

«Κάτι δεν πάει καλά σε αυτόν τον κόσμο», είναι η φράση-πυλώνας, πάνω στην οποία κάθε ταινία της σειράς «Η Κάθαρση» προσπαθεί να χτίσει την ιστορία της. Μια ιστορία, αλληγορία των σημείων και των καιρών των οποίων ζούμε, με μια δυστοπική Αμερική η οποία, μπορεί για πολλούς να μην απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, σίγουρα δείχνει όμως το σκοτεινό της πρόσωπο. Κάτω από την trashy, γεμάτη αίμα και βία αισθητική της, που πολλές φορές φλερτάρει με αυτήν του torture porn, κάθε μια από αυτές τις ταινίες προσπαθεί να σατιρίσει με τον δικό της αιματηρό τρόπο, την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, αλλά κάθε φορά τα ενδιαφέροντα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει μένουν στο περιθώριο για χάρη του «φτηνού» εντυπωσιασμού και βίαιης διασκέδασης.

Κάθε ταινία της σειράς μοιάζει να βγαίνει την κατάλληλη στιγμή στις αίθουσες για να «πει» κάτι. Και μπορεί η προηγούμενη ταινία, «Το Ετος Εκλογών», να άφηνε λίγα υπονοούμενα σχετικά με τα όσα ήθελε να πει για την Αμερική των εκλογών, η «Πρώτη Κάθαρση», που μπορεί να είναι η τέταρτη ταινία της σειράς, αλλά στην ουσία αποτελεί ένα prequel για τα γεγονότα που οδήγησαν στην πρώτη Κάθαρση, φαίνεται να μην μασάει καθόλου τα λόγια της όσο αφορά την σημερινή Αμερική του Τραμπ. Μιας Αμερικής που οι πολίτες της «βρίσκονται να δέχονται επίθεση από μια κυβέρνηση η οποία δεν νοιάζεται γι’ αυτούς».

Αυτή την φορά ο Τζέιμς ΝτεΜόνακο αποφασίζει να μείνει μόνο στο σενάριο ενώ την σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Τζέραρντ ΜακΜάρεϊ, με τους ήρωες του, όλοι τους Αφροαμερικάνοι και λατινικής καταγωγής, να προσπαθούν να επιζήσουν την βραδιά των βιαιοπραγιών που ξεκινούν ως μέρος ενός πειράματος. Με στιγμές, που μοιάζουν να έχουν βγει από την πραγματικότητα, όπως βίαιες επιθέσεις αστυνομικών, την ανέγερση του Τραμπ στην εξουσία, αλλά και την εμπλοκή της Ρωσίας σε όλα αυτά, οι ΝτεΜόνακο και ΜακΜάρεϊ προσπαθούν να καταδείξουν το τοξικό πολιτικό κλίμα της Αμερικής, τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες των πολιτών της, αλλά και το πώς αντιμετωπίζονται, σχεδόν καθημερινά, οι μειονότητες. Από την στιγμή που κακοί, φορώντας φωσφοριζέ μπλε και κόκκινους φακούς επαφής (αποκτώντας έτσι ένα ακόμα πιο απόκοσμο look), ντύνονται με ρούχα της Κου Κλουξ Κλαν, Ναζί και αστυνομικών, τα πράγματα μοιάζουν πλέον ξεκάθαρα.

Αντί όμως να επαναπροσδιορίσουν μέσω εύστοχων μηνυμάτων και καλογραμμένων σκηνών τις στιγμές αυτές, ή να παρουσιάσουν νέα επιχειρήματα χτυπώντας έτσι στην καρδιά του «Make America Great Again», ξεμπροστιάζοντας την σαπίλα που υπάρχει στο πολιτικό σύστημα μιας Αμερικής που δείχνει να αργοπεθαίνει, τα μηνύματα αυτά φαίνονται να χάνονται κάτω από τόνους αχρείαστου exploitation και ενός σεναρίου που δείχνει να είναι γραμμένο στο πόδι, χωρίς να προσφέρει τίποτα νέο στην σειρά.

Πολλοί είναι εκείνοι που πάνε να δούνε μια ταινία της σειράς «Κάθαρσης» για το αιματοκύλισμα, και την βία. Αλλά και ακόμα κι έτσι η «Κάθαρση: Η Αρχή», δεν ανταποκρίνεται στις όποιες προσδοκίες. Υπάρχει ένας υποχθόνιος θυμός που δείχνει να υποκινεί τους χαρακτήρες της, αλλά και το κοινό που την παρακολουθεί. Ενας θυμός που φαίνεται να τροφοδοτείται από το μίσος που υπάρχει και από τις δυο πλευρές για την άλλη. Και όλο αυτό παρουσιάζεται στην οθόνη τόσο στιλιζαρισμένα που καταλήγει να εξυμνεί τη βία παρά να την κριτικάρει.

Η «Κάθαρση: Η Αρχή» είναι ίσως η χειρότερη ταινία της σειράς, και αυτό γιατί δεν λειτουργεί ούτε σαν πολιτικοποιημένη ταινία, που προσπαθεί μάταια να σε πείσει ότι είναι από την αρχή της, αλλά ούτε ως ένα απροκάλυπτο b-movie, που έκανε τις προηγούμενες ταινίες, έστω, ανεκτές. Η σατιρική του πυγμή δείχνει να είναι πιο αδύναμη από ποτέ και αυτό μπορεί να σημαίνει και τέλος μιας σειράς που, η αλήθεια είναι πως, δεν είχε και πολλά να πει εδώ και αρκετό καιρό.