Η νεαρή Βιριδιάνα έχει διαλέξει μία ζωή σύμφωνη με το γράμμα του Θεού της. Η διαδρομή της μέσα στη ζωή δεν νοείται να αποκλίνει από τις θεϊκές οδηγίες. Βέβαια, ο κόσμος μέσα στον οποίο κινείται δεν μοιράζεται τις ίδιες αγνές προθέσεις. Λίγο πριν αφοσιωθεί επίσημα στον Θεό, επισκέπτεται τον μοναδικό συγγενή της, ένα χήρο θείο. Ο καταθλιπτικός μεσήλικας με τις κρυφές, φετιχιστικές συνήθειες θα επιχειρήσει να την κάνει δική του για πάντα. Πνιγμένος από τις ενοχές και την αυτό-λύπηση, ο άνδρας θα αφήσει όλη του την περιουσία στην μακρινή ανιψιά. Η Βιριδιάνα θα βρει τώρα έναν καλύτερο τρόπο να υπηρετήσει τον Κύριό της: θα μαζέψει όλους τους ζητιάνους της πόλης μέσα στην πολυτελή έπαυλη. Ταυτόχρονα, ο γοητευτικός μοναχογιός του θανόντος, θα εγκατασταθεί στην οικογενειακή κατοικία. Η σαρκοφάγα απληστία των ευνοούμενων και ο ακόμα πιο επικίνδυνος πόθος του νέου, θα εκθέσουν τις υψηλές ιδέες της γυναίκας στην φτηνή πραγματικότητα. Μέχρι το τέλος, η Βιριδιάνα θα εξακολουθήσει να αποποιείται την ευτυχία, την επιλογή και την ελευθερία και θα περιφέρεται με το ακάνθινο στεφάνι πάνω στην ξανθή της κόμη. Φυσικά, κανένας Θεός δεν θα προθυμοποιηθεί να την σώσει από τον αληθινό κόσμο.
Χαρακτηρισμοί όπως βλάσφημος, αιρετικός, προκλητικός μοιάζουν πλέον με καραμέλα στο στόμα όταν αναφέρεται κάποιος στον Λουίς Μπουνιουέλ. Κλισέ ορισμοί στο λήμμα του ονόματος του σε όλα ανεξαιρέτως τα λεξικά της κινηματογραφικής ιστορίας. Λέξεις που στην εποχή τους ανέβασαν τις μετοχές του Ισπανού δημιουργού στην διεθνή κινηματογραφική ελίτ, αλλά ταυτόχρονα λίγο έλειψε να υποβιβάσουν το έργο του στις διαστάσεις ενός φτηνού αισθησιασμού.
Και αν υπάρχει μια ταινία που συνοψίζει το μύθο που χτίστηκε γύρω από τον Μπουνιουέλ (και θα τον ακολουθεί για πάντα), αυτή είναι σίγουρα η «Βιριδιάνα».
Γυρισμένη το 1961, με τις ευλογίες του Φράνκο, η ιστορία μιας «αγίας» της διπλανής πόρτας ήταν η πρώτη ταινία που θα γύριζε ο Μπουνιουέλ στην πατρίδα του, την Ισπανία, μετά από χρόνια εξορίας στην Αμερική και το Μεξικό. Και ήταν αρκετή για να φτάσει (φυγαδευμένη) μέχρι τις Κάννες και να κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα, να απαγορευτεί στην Ισπανία μέχρι και το 1977, να αφοριστεί από το Βατικανό. Ολα δηλαδή όσα χρειάστηκε το μπουνιουελικό έργο για να βρει την ταυτότητα του και ακριβώς ό,τι χρειαζόταν ο Μπουνιουέλ για να βρεθεί πρώτος στη λίστα των μεγάλων «αιρετικών» του σινεμά.
Ναι, η «Βιριδιάνα» χαρακτηρίστηκε εκ των πραγμάτων ως ένα «αιρετικό» έργο. Η επίθεση της σε οτιδήποτε μπορεί σήμαινε στην εποχή της ή και σήμερα η έννοια της «χριστιανικής ηθικής» είναι κατεδαφιστική. Και το κατηγορώ που εξαπολύει στην αναλγησία της κοινωνίας των ανθρώπων είναι εκκωφαντικό. Κάθε της πλάνο, κάθε αντικείμενο – σύμβολο που από το τίποτα αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, κάθε βλέμμα των ηρώων της, κάθε σκηνή και κάθε επόμενη σκηνή (σε μια αλληλουχία όμοια με μια κάθοδο στην κόλαση), όλα βρίσκονται εκεί για να ισοπεδώσουν τον κόσμο όπως τον ξέραμε ή όπως νομίζαμε ότι τον γνωρίζουμε.
Μακριά από την εποχή της δημιουργίας της, μπορείς πλέον να αντιληφθείς γιατί κανείς δεν πίστεψε ποτέ τον Μπουνιουέλ όταν δήλωνε πως η «Βιριδιάνα» είναι μια απλή και συνηθισμένη καθημερινή ιστορία. Η είσοδος στην δεκαετία του '60 ζητούσε απεγνωσμένα την αμιφσβήτηση, ψοφούσε για κάθε είδους αντίθεση στις προκαθορισμένες νόρμες, αν δεν έβρισκε την «πρόκληση» τολμούσε μέχρι και να την εφεύρει. Και ο Μπουνιουέλ υπήρξε κάτι περισσότερο από γενναιόδωρος.
Ο φετιχισμός του Φερνάντο Ρέι, ο σταυρός που κρύβει μέσα του ένα μαχαίρι, τα δεμένα σκυλιά που πρέπει να τρέχουν πίσω από ένα κάρο για να μην πνιγούν, η αναπαράσταση του «Μυστικού Δείπνου» του Λεονάρντο Ντα Βίντσι με τους επαίτες στο ρόλο των μαθητών του Χριστού... Η «Βιριδιάνα» είναι γεμάτη από μικρές και μεγάλες προκλήσεις, ενοχλητικές εικόνες, έναν πεσιμισμό στα όρια του μηδενισμού, μια τελετουργική καθαίρεση του «καλού» και την ασφυκτική αποθέωση της ματαιότητας. Μια κωμωδία που στις πιο τραγελαφικές της στιγμές είναι ένα δράμα. Και ένα δράμα που στις πιο σκοτεινές του στιγμές είναι αστείο. Ενα σχεδόν rock 'n' roll κινηματογραφικό μανιφέστο για τη λανθάνουσα ενοχή, τον απαγορευμένο έρωτα και την ακόρεστη επιθυμία.
Μια ταινία βλάσφημη, όχι επειδή χλευάζει τα Θεία, αλλά γιατί τολμά να φέρει την «αγιοσύνη» στα μέτρα του ανθρώπου δίνοντας τις σωστές διαστάσεις στην καθημερινή διαδρομή προς το «καθ' ομοίωσιν».
Μια ταινία αιρετική, όχι επειδή αντιτίθεται στην κρατούσα (ηθική) τάξη των πραγμάτων, αλλά γιατί αρνείται να πατήσει πάνω σε όσα επέβαλλαν αιώνες θρησκευτικής εξουσίας, δηλώνοντας πως το καλό και το κακό δεν είναι παρά δύο πλευρές της ανθρώπινης αδυναμίας.
Μια ταινία προκλητική, όχι επειδή θέλει να προκαλέσει, αλλά επειδή θα μπορούσε αυτούσια να είχε γυριστεί και σήμερα. Χωρίς κανείς να συνειδητοποιήσει πως πενήντα χρόνια μετά τη δημιουργία της αφορά την παρακμή της εποχής μας, περισσότερο ίσως και από τότε που γεννήθηκε στο μυαλό του Λουίς Μπουνιουέλ.