Στις 12 Σεπτεμβρίου του 2008, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (ή DFW όπως ήταν γνωστός) βρέθηκε κρεμασμένος. Ηταν μόλις 46 ετών. Κι όμως: ο ταλαντούχος και καταθλιπτικός αυτόχειρας είχε από τα 30 του ψηφιστεί ως ένας από τους 100 καλύτερους μυθιστοριογράφους του αιώνα, σύμφωνα με το «Τime». Κι αυτό γιατί το1996 είχε ξεσηκώσει θύελλες στους αμερικανικούς λογοτεχνικούς κύκλους με το δυστοπικό μυθιστόρημα «Ιnfinite Jest» («Ατέλειωτο Αστείο»). Ευφυής, φιλοσοφικά τεκμηριωμένος και με απολαυστικό κατάμαυρο χιούμορ, είχε θεωρηθεί απόγονος του Πίντσον, του Tόμσον, του Ντελίλο. Το περιοδικό Rolling Stone είχε στείλει τότε στο σπίτι του Γουάλας στην Ιθάκη της Νέας Υόρκης το νεαρό δημοσιογράφο, και φιλόδοξο επίσης λογοτέχνη, Ντέιβιντ Λίπσκι σε μία πενθήμερη αποστολή/συνέντευξη. Αυτό το πορτρέτο δεν δημοσιεύτηκε παρά μόνο μετά θάνατον. Η ταινία, αποτυπώνει τη συνεύρεση των δύο αντρών, τις συζητήσεις και την φιλοσοφική τους κόντρα.

«Δε θέλω να εμφανιστώ στο Rolling Stone σαν κάποιος που ήθελε να εμφανιστεί στο Rolling Stone» λέει σε κάποια στιγμή ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ανάμεσα στους δεκάδες πυκνούς διαλόγους που διαδραματίζονται στα 106 λεπτά της ταινίας. Κι αυτή ίσως να είναι η καρδιά της συζήτησης. Ο Τζέιμς Πόνσολντ («The Spectacular Now») κι ο σεναριογράφος του Ντόναλντ Μάργκιουλις (βασισμένος στο αυτοβιογραφικό μπεστ σέλερ «Although of course you end up becoming yourself» του Λίπσκι) δεν επιθυμούν απλώς να φωτίσουν στο σύγχρονο κοινό την ιδιοσυγκρασιακή προσωπικότητα του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Αλλά να πυροδοτήσουν μία συζήτηση που αφορά το σήμερα, όσο και το τότε: είναι η δημοσιότητα συνώνυμη της πραγματικής αξίας; Είναι αυτόματα επιτυχημένος όποιος γίνεται εξώφυλλο; Γνωρίζει το κοινό τους πραγματικούς καλλιτέχνες, ή όσους του πλασάρουν τα media; Και οι καλλιτέχνες τι επιθυμούν, τι στόχο έχουν; Την αναγνώριση της κριτικής; Να εμφανιστούν στις σελίδες του Rolling Stone; Να καταθέσουν έργο ή να γίνουν διάσημοι;

Γυρισμένο ως ένα ιδιόρρυθμο road movie (οι περισσότερες συζητήσεις, κόντρες, φιλοσοφικές αναζητήσεις γίνονται μέσα στο αυτοκίνητο του Γουάλας, καθώς βρίσκεται στο τέλος της περιοδείας/παρουσίασης του «Ιnfinite Jest» και ταξιδεύει από πόλη σε πόλη με τον Λίπσκι συνοδηγό) το ανθρωποκεντρικό δράμα του Πόνσολντ έχει γυριστεί πατώντας στις δεκάδες ώρες απομαγνητοφώνησης αυτής της συνέντευξης-μαμούθ. Ο διάλογος, ο λόγος, είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής. Με ένα αιρετικό χιούμορ που δεν κατέφευγε ποτέ στον μισάνθρωπο κυνισμό, ο Γουάλας ήταν ένας μέγας φιλόσοφος της καθημερινότητας. Με δέος, άρνηση (αλλά και ζωώδη περιέργεια και ζήλεια) ο Λίπσκι προσπαθούσε να τον φέρει στα μέτρα του celebrity status του, άλλοτε να τον ανακουφίσει, άλλοτε να τον τσιτώσει, να πάρει τις απαντήσεις που ήθελε, να σκαλίσει το ευφυές μυαλό του και να βρει το μυστικό: πώς σκέπτεται κάποιος έτσι; Πώς γράφει με τέτοια φλόγα, ακρίβεια, εντιμότητα;

Σ' έναν ρόλο που του έδωσε μεγάλη δημοσιότητα και την ευκαιρία να παίξει κόντρα στην κωμική του γκραβούρα, ο Τζέισον Σίγκελ («How I Met Your Mother», «The Muppets», «Sex Tape») καταφέρνει να μεταδώσει, όχι τόσο την ιδιαιτερότητα του Γουάλας, όσο τη βαθιά του θλίψη. Θλίψη γιατί δεν μπορούσε κι ο ίδιος να λήξει το διάλογο μέσα του, να συμβιβάσει τη καλλιτεχνική του ευφυία με τη λαχτάρα του για καθημερινότητα. Ο Σίγκελ έχει στα χέρια του έναν εκκεντρικό χαρακτήρα, τον αντιμετωπίζει ταπεινά και τα καταφέρνει. Αυτός όμως που κλέβει και πάλι την παράσταση είναι ο Τζέσι Αϊζενμπεργκ. Παρόλο που νομίζεις ότι παίζει μόνιμα τον ίδιο ρόλο (αυτό του παράταιρου nerd, του ταραγμένου άγουρου πιτσιρικά), ο Αϊζενμπεργκ δουλεύει τις λεπτομέρειες και τις μικρές εντάσεις του κάθε χαρακτήρα με χειρουργική ακρίβεια, ωριμότητα και δικαιοσύνη. Κι εδώ, ως Λίπσκι, μεταμορφώνεται στον μέσο θεατή - εμάς. Γιατί κι εμείς στεκόμαστε με δέος, άρνηση, περιέργεια και ζήλεια απέναντι σε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε.

Το «Τέλος Διαδρομής» μπορεί να αναφέρεται κυριολεκτικά στο τέλος της περιοδείας/παρουσίασης του «Ιnfinite Jest». Φυσικά αποτελεί επίσης πικρή αναφορά στο άδοξο τέλος του Γουάλας. Μπορεί όμως να είναι και ένα κλείσιμο ματιού στο τέλος της τέχνης όπως την ξέρουμε, στην παράδοσή της στα media και την εποχή της celebrity υπεραξίας. Αν δεν σας κουράσει η φλυαρία της, αν δεν απαιτείτε κορυφώσεις και διδάγματα, αυτή η μικρή ταινία θα μεγαλώνει και θα απαντιέται και θα αμφισβειτείται, για μέρες μετά αφού τη δείτε, μέσα σας.

Διαβάστε ακόμη: Ο Τζέσι Αϊζενμπεργκ τηλεφωνεί στο Flix!