«Όλα στράβωσαν όταν άρχισαν να πηγαίνουν τέλεια», λέει από την αρχή κιόλας της ταινίας ο (ενήλικος) πια Ρούπερτ Τέρνερ για τον Τζον Φ. Ντόνοβαν, τον ταχύτατα ανερχόμενο ηθοποιό με τον οποίο από μικρός διατηρούσε τακτική αλληλογραφία μέχρι τον άδοξο και αιφνίδιο θάνατό του τελευταίου σε ηλικία μόλις 29 ετών. Το ίδιο, όμως, μπορεί να πει κανείς κάπως ειρωνικά και για το ίδιο το «Η Ζωή του Τζον Φ. Ντόνοβαν» και την καριέρα του Ξαβιέ Ντολάν. Το enfant terrible (fans και haters δίνουν διαφορετική σημασία στον επίθετικό προσδιορισμό) του γαλλόφωνου σινεμά με την ακούραστη παραγωγικότητα που τον έχει οδηγήσει ήδη σε οκτώ ταινίες μέσα σε δέκα χρόνια και σε ηλικία μόλις τριάντα ετών, έμοιαζε με κάθε νέο του σκηνοθετικό τόλμημα να πείθει ολοένα και περισσότερους επιφυλακτικούς αρχικά αρνητές του απενοχοποιημένα ποπ σινεμά του και να διευρύνει τον κύκλο των θαυμαστών του, μετά μάλιστα το «Mommy», την ταινία που οδήγησε στην εξ ημισείας βράβευσή του στις Κάννες με τον Ζαν Λικ Γκοντάρ.

Κι ενώ οι πρώτοι κλυδωνισμοί ήρθαν με το «Μέχρι Το Τέλος Του Κόσμου», το οποίο μπορεί να βραβεύτηκε και πάλι στις Κάννες και μάλιστα με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής παρά τις αρνητικές ως επί το πλείστον κριτικές, ήταν όμως το πρώτο σημάδι όχι μόνο της καλλιτεχνικής κόπωσης ενός παραγωγικότατου δημιουργού, αλλά και ενός διαφαινόμενου δημιουργικού αδιεξόδου μπροστά στην επιτυχία, το hype και το ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον του κοινού, αλλά και των σταρ, που ο Ντολάν με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού θαύμαζε, να δουλέψουν μαζί του, το «Η Ζωή του Τζον Φ. Ντόνοβαν», η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του, πιο φιλόδοξη από ποτέ σε προθέσεις (το αρχικό cut της ταινίας έφτασε στις τέσσερις ώρες κι ενώ ήταν σίγουρη σχεδόν για άλλη μια φορά η συμμετοχή στο διαγωνιστικό των Καννών, τελικά ο Ντολάν καθυστέρησε την πρεμιέρα γιατί δεν ήταν ακόμα ικανοποιημένος με το μοντάζ), με την πληθώρα των μεγάλων ονομάτων να συρρέουν στο καστ και μια το λιγότερο επεισοδιακή παραγωγή, κατά την οποία ηθοποιοί αντικαταστάθηκαν την τελευταία στιγμή και ρόλοι, όπως εκείνος της Τζέσικα Τσαστέιν, κόπηκαν ολοκληρωτικά, ήρθε να υπογραμμίσει τελικά ότι ο συναισθηματικός εξπρεσιονισμός και το πάθος με τα οποία ο Καναδός σκηνοθέτης ορμάει σε κάθε project του βρίσκουν εδώ τα όριά τους.

Η ταινία, πιστή στον πρωτότυπο τίτλο της, ξεκινά αμέσως με το μυστηριώδη ως προς τα αίτιά του θάνατο του Τζον Φ. Ντόνοβαν το 2006. Ήταν μια απονενοημένη αυτοχειρία μετά τα σκάνδαλα και τον ξεπεσμό στη αφάνεια ενός φιλόδοξου τηλεοπτικού ηθοποιού λίγο πριν εκτοξευτεί η φήμη του ή ένα τραγικό ατύχημα από υπερβολική κατανάλωση υπνωτικών χαπιών; Για τον εντεκάχρονο Ρούπερτ Τέρνερ, τον μεγαλύτερο ίσως θαυμαστή του, ο οποίος επί χρόνια διατηρούσε κρυφή αλληλογραφία με τον ηθοποιό, το ερώτημα θα στοιχειώσει όλη τη μετέπειτα ζωή του και θα τον οδηγήσει έντεκα χρόνια μετά κι ενώ έχει γίνει και ο ίδιος ηθοποιός στην έκδοση ενός βιβλίου με όλα τα γράμματά τους.

Για τις ανάγκες της προώθησης αυτού του βιβλίου, ο Ρούπερτ Τέρνερ θα δώσει το 2017 συνέντευξη σε μια επιφυλακτική και απρόθυμη πολιτική ρεπόρτερ, κατά τη διάρκεια της οποίας θα ανατρέξει στην τρικυμιώδη σχέση τους. Στο πώς προσπαθούσε να κρατήσει κρυφή την αλληλογραφία από τη δική του μητέρα. Στο σκάνδαλο που ξέσπασε όταν αυτή αποκαλύφθηκε δημόσια κι έφτασε μέχρι τα media. Στο bullying που δέχθηκαν αμφότεροι, ο ένας ως ευαίσθητο παιδί στο σχολείο από τους συμμαθητές του και ο άλλος ως δημόσιο πρόσωπο που έπρεπε να κρύβει επιμελώς από τη δημόσια εικόνα του την καταπιεσμένη σεξουαλικότητά του. Στο πώς οι μηχανισμοί της βιομηχανίας του θεάματος δημιουργούν και επηρεάζουν τελικά την ταυτότητα όχι μόνο όσων συμμετέχουν σε αυτή, αλλά και των θαυμαστών τους. Στο πώς τελικά η θυσία του ενός μπορεί να γίνει πηγή αυτογνωσίας για τον άλλο.

Αυτοί που θαυμάζουν τον Ντολάν θα βρουν κι εδώ όλα τα στοιχεία που αγάπησαν στις προηγούμενες ταινίες του. Υπάρχουν κι εδώ σκηνές συναισθηματικής αλλοφροσύνης που αγγίζει τα όρια της υστερίας, χορογραφημένες πάνω σε ανερυθρίαστα προφανή ποπ τραγούδια που μοιάζουν να υπαγορεύουν τη δραματουργία, αρχής γενομένης με την Αντέλ (που είχε φημολογηθεί ότι θα πραγματοποιήσει εδώ το ερμηνευτικό της ντεμπούτο) στους τίτλους έναρξης. Υπάρχουν κι εδώ οριακοί ήρωες που παλεύουν με τη σεξουαλικότητά τους, τις αμφιβολίες τους και τις αβυσσαλέες συναισθηματικές τους ανάγκες για αποδοχή, κατανόηση και αγάπη. Υπάρχει κι εδώ η εχθρότητα ενός περίγυρου που μοιάζει να υπονομεύει κάθε απόπειρα για ελευθερία, έκφραση και αυτοπραγμάτωση. Υπάρχουν κι εδώ γιοι που προσπαθούν να «σκοτώσουν» τις μητέρες τους, για να γυρίσουν απελπισμένοι στην αγκαλιά τους όταν χρειάζονται προστασία και ασφάλεια. Υπάρχει κι εδώ ο drama queen-ισμός των μεγαλεπήβολων χειρονομιών και της αμετροεπούς ατάκας.

Όμως είναι δυστυχώς ξεκάθαρο ότι ο Ξαβιέ Ντολάν δεν μπόρεσε αυτή τη φορά να τιθασεύσει το υλικό του και τις φιλοδοξίες του. Σε μια τραβηγμένη από τα μαλλιά ιστορία και σε δύο αφηγηματικούς χρόνους, τα κενά της ελάχιστα πειστικής πλοκής και οι αλλεπάλληλες αλλαγές στο μοντάζ γίνονται άμεσα αισθητά σαν τις κακότεχνες ραφές σε ένα προχειροφτιαγμένο ρούχο. Μέσα από μια all over the place δραματουργία διάφοροι δορυφορικοί χαρακτήρες συστήνονται, έρχονται και παρέρχονται χωρίς καμία τελεολογία, απλώς και μόνο για να δικαιολογήσουν το μεγάλο όνομα που τους ενσαρκώνει και να μείνουν μετά στην αφάνεια. Ακόμα και οι δύο κεντρικοί ήρωες, όμως, δεν παύουν να φαντάζουν ως ακόμη ένας ναρκισσιστικός αντικατοπτρισμός της προσωπικότητας του Ντολάν, διχοτομημένος μάλιστα ανάμεσα στον «καλλιτέχνη» που καταπιέζεται με κίνδυνο της ψυχικής του υγείας να διαφυλάξει τον εαυτό του και τη σεξουαλικότητά του από τον κοινωνικό ετεροπροσδιορισμό και στο «παιδί» (είναι γνωστή, άλλωστε, ή τουλάχιστον τη δημοσιοποίησε ο ίδιος ο Ντολάν, η ιστορία για το γράμμα θαυμασμού που είχε στείλει μικρός στον Λεονάρντο Ντι Κάπριο) που ωριμάζει μέσα από την ανόθευτη αγάπη του για την κοινωνία του θεάματος και την (αμφίβολης στάθμης) ποπ κουλτούρα.

Ο Κιτ Χάρινγκτον ως Τζον Φ. Ντόνοβαν μοιάζει περισσότερο χαμένος και από τον Τζον Σνόου βόρεια του Τείχους προσπαθώντας να προσδώσει ευαισθησία και βάθος σε έναν ανερμάτιστα γραμμένο ρόλο που μόνο ακροθιγώς σκιαγραφεί τα βάσανα του κεντρικού ήρωα, ο μικρός Τζέικομπ Τρεμπλέ, με το αβίαστο ερμηνευτικό ταλέντο, επαναπαύεται, στο ρόλο του Ρούπερτ Τέρνερ σε παιδική ηλικία, στη μανιέρα του «Δωματίου» και των ταινιών που ακολούθησαν, ενώ ο Μπεν Σνέτσνερ (που αντικατέστησε τον Νίκολας Χουλτ κι ελάχιστα έως καθόλου μοιάζει φυσιογνωμικά με τον Τρεμπλέ) υποδύεται τον ενήλικα Ρούπερτ με την έπαρση ενός χαρακτήρα που ανακοινώνει ότι το θέμα της ιστορίας είναι «η επιρροή και η ταυτότητα», σε περίπτωση που κάποιος δεν το είχε καταλάβει. Όλοι οι υπόλοιποι σταρ περιορίζονται στους μονοδιάστατους ρόλους τους, με τις Νάταλι Πόρτμαν και Σούζαν Σάραντον να μην είναι ποτέ τίποτε περισσότερο από «βασανισμένες μητέρες που πονούν, αλλά αδυνατούν να καταλάβουν».

Ακόμα και το «Bittersweet Symphony» των Verve στην τελευταία σκηνή (φυσικά σε αργή κίνηση) φαντάζει πολύ εύκολο και διεκπεραιωτικό ακόμα και για τον Ντολάν που ξέρουμε και αγαπάμε (ή όχι), σαν να κλείνει και ο ίδιος κάπως πρόχειρα μια ιστορία που ξέφυγε πολύ νωρίς από τον έλεγχό του, αφήνοντας το θεατή με την απορία πώς θα ήταν η ταινία στην ολοκληρωμένη της μορφή, όπως δηλαδή ο σκηνοθέτης αρχικά την είχε οραματιστεί. Αλλά όπως ο θάνατος και η ζωή του Τζον Φ. Ντόνοβαν αυτό θα παραμείνει για πάντα ένα μυστήριο.