Η ταινία μας μεταφέρει στον 20ο αιώνα, στην πιο ταραχώδη πολιτική περίοδο της Αμερικής. Η ιστορία ξεκινά στο 1926, όπου συναντάμε τον νεαρό Σεσίλ να προσπαθεί να ξεφύγει από το τυραννικό και φυλετικά διαχωρισμένο Νότο, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Στο δύσκολο αυτό ταξίδι προς την ενηλικίωση, ο Σεσίλ θα αποκτήσει ανεκτίμητα εφόδια που τελικά θα τον οδηγήσουν σε μια ευκαιρία ζωής: να δουλέψει ως μπάτλερ στο νούμερο 1600 της Λεωφόρου Πενσυλβάνια, το Λευκό Οίκο. Εκεί ο Σεσίλ θα γίνει από πρώτο χέρι μάρτυρας των ιστορικών γεγονότων και των εσωτερικών υποθέσεων του Οβάλ γραφείου, την ώρα που παράλληλα εξελισσόταν ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων. Την ίδια στιγμή, στην προσωπική του ζωή, η σύζυγος του Γκλόρια μεγαλώνει τους δύο γιούς τους, και η οικογένεια επωφελείται από τα προνόμια μιας μεσοαστικής οικογένειας, που συντηρεί η δουλειά του Σεσίλ. Η αφοσίωση όμως του Σεσίλ στην Πρώτη Οικογένεια της χώρας, δημιουργεί εντάσεις στο σπίτι, αποξενώνοντας τον από τη Γκλόρια και δημιουργώντας αντικρουόμενα συμφέροντα με τον αντισυμβατικό του γιό. Μέσα από τα μάτια και τα συναισθήματα της οικογένειας Γκέινς, η ταινία του Ντάνιελς ακολουθεί τις αλλαγές σε επίπεδο πολιτικών και φυλετικών αλλαγών στην Αμερική. Από τις δολοφονίες των JFK και Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, μέχρι τους Μαύρους Πάνθηρες, τον πόλεμο του Βιετνάμ και το σκάνδαλο του Γουότεργκέιτ, ο Σεσίλ βιώνει την επίδραση όλων αυτών των σημαντικών γεγονότων, τόσο σαν ένας απλός άνθρωπος όσο και σαν άνθρωπος εκ των έσω.

Βλέποντας λίγες μέρες μόλις πριν μια ταινία σαν το «12 Χρόνια Σκλάβος» που ακόμη κι αν δεν εξιστορεί την μάχη για τα ατομικά δικαιώματα των μαύρων της Αμερικής, αλλά την ιστορία ενός ανθρώπου για ελευθερία και ισότητα, δεν μπορείς παρά να νιώσεις εξαπατημένος από το φιλμ του Λι Ντανιελς.

Και γιατί όχι, μια ελαφριά ντροπή για το πως ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της αμερικάνικης και παγκόσμιας ιστορίας, γεγονότα που είναι ικανά να σε θυμώσουν, να συγκινήσουν, να σε αφυπνίσουν, μεταμορφώνονται στα χέρια του στο πρωτογενές υλικό μιας άνευρης σαπουνόπερας κι ενός φτηνού διδακτικού μελοδράματος. Από τα πρώτα πλάνα στην φυτεία στην οποία δουλεύει μικρό παιδί ο ήρωάς του φιλμ Σέσιλ Γκέινς, ο οποίος θα γίνει «μαύρος για το σπίτι» για να καταλήξει μπάτλερ στον Λευκό Οίκο, δεν μπορείς παρά να μην παρατηρήσεις πόσο λάθος είναι ύφος και ο τόνος της αφήγησης.

Με την εξαίρεση της Βανέσα Ρεντγκρέιβ που υποδύεται την γηραιά αφεντικίνα της φυτείας και η οποία απλά δεν μπορεί να είναι λάθος, οι ηθοποιοί ακόμη κι όταν δεν λένε λέξη (όπως η βουβή, ταλαίπωρη δούλα της Μαράια Κάρεϊ) μοιάζουν να παίζουν τόσο φωναχτά και μεγαλόφωνα.

Κι ακόμη, από τον Ρόμπιν Γουίλιαμς μέχρι την Τζέιν Φόντα κι από τον Κούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ μέχρι την Οπρα Γουίνφρεϊ, σχεδόν όλοι μοιάζουν να ξεχνούν να αφήσουν τον αληθινό εαυτό τους εκτός του πλατό, μεταμορφώνοντας το φιλμ σε μια παρέλαση αναγνωρίσιμων προσώπων που σύντομα καταλήγει να είναι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του.

Το να έχεις τόσους πολλούς καλούς ηθοποιούς στη διάθεσή σου, βεβαίως, δεν θα έπρεπε ποτέ να αποτελεί πρόβλημα, μόνο που δυστυχώς ο Λι Ντάνιελς και το σχηματικό, απλοϊκό σενάριο του Ντάνι Στρονγκ, δεν κατορθώνει να τους προμηθεύσει με ενδιαφέροντες χαρακτήρες και μια υπόσταση που να τους μεταμορφώνει σε κάτι παραπάνω από κέρινα ομοιώματα αληθινών ανθρώπων.

Και το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στους δεύτερους ρόλους, σε αυτούς των προέδρων ή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που κουβαλούν περισσότερη Ιστορία και μια τυποποιημένη εικόνα από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγουν στον λίγο χρόνο που έχουν στην οθόνη, αλλά αφορά και στους βασικούς πρωταγωνιστές.

Ο Φόρεστ Γούιτακερ μοιάζει να βρίσκεται μερικά εκατοστά πάνω από την απάθεια και την αφέλεια ενός χαρακτήρα σαν τον Φόρεστ Γκαμπ και παρ ότι ο ηθοποιός κάνει ότι μπορεί για να αποτελέσει την λευκή επιφάνεια πάνω στην οποία σχηματίζονται οι σκιές μιας αληθινά σημαντικής ιστορίας, δεν κατορθώνει να δημιουργήσει έναν συναρπαστικό Σέσιλ, ούτε να σε κάνει να νοιαστείς για την δύσκολη θέση του, ανάμεσα σε έναν κόσμο που αλλάζει (ακόμη και μέσα στο ίδιο του το σπίτι) κι ένα καθήκον που τον καλεί να μοιάζει «σαν να μην είναι εκεί» στη δουλειά του.

Κι αν ο Γούιτακερ δεν φτάνει εκεί που θα έπρεπε, η Οπρα Γουίνφρεϊ φτάνει κάπου εντελώς αλλού, στην περιοχή της καρικατούρας, μονίμως με ένα τσιγάρο ή ένα ποτό στο χέρι, αλλά ποτέ το ύφος ή την εικόνα μιας παραιτημένης ή απογοητευμένης γυναίκας, αλλά απλά με την πόζα μιας ντίβας της τηλεόρασης που βρέθηκε στο σετ.

Ετσι το «The Butler» κυλά με τον ρυθμό και την αίσθηση μιας παλιομοδίτικης, πρόχειρης τηλεοπτικής μίνι σειράς που δοκιμάζει να μιλήσει για πράγματα σημαντικά μη γνωρίζοντας κανέναν άλλο τρόπο να το κάνει εκτός από την ευκολία του μελοδραματισμού, την αφέλεια του διδακτισμού και την ασφάλεια του λαμπερού του καστ. Συνθέτοντας συνολικά τίποτα παραπάνω από μια μεγάλη απογοήτευση.